Αχ αυτές οι αναμνήσεις…
πόσο πονούν, συλλογίστηκε ο Αλέκος,
σαν έμεινε μόνος.
Και δεν
ήταν η πρώτη φορά που έκανε αυτή τη σκέψη.
Έβαλε ένα διπλό
ουίσκι και βγήκε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου του. Τα φώτα της πόλης
ξετυλίγονταν μπροστά του σαν πολύχρωμο χαλί. Κάπως έτσι απολάμβανε και τη θέα
της Νέας Υόρκης από τη μεγάλη τζαμαρία του διαμερίσματός του.
“Άραγε,
έζησα;» αναρωτήθηκε.
Έρχονταν
στιγμές που το σκοτάδι της νύχτας τον φόβιζε. Έβαζε μουσική για να σπάζει την
περίεργη αίσθηση που είχε πως κάποια σκιά περιπλανιόταν γύρω του: στο μυαλό
του, στο σώμα του, στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του.
Μια
παράξενη αόρατη παρουσία που γινόταν ιδιαίτερα έντονη όποτε προσπάθησε να
δημιουργήσει κάποια σχέση!.
Γυναίκες
που ζέσταιναν τις μοναχικές του νύχτες έφευγαν από κοντά του μόλις έβγαινε το
πρώτο φως και δεν ήθελαν να τον αντικρύσουν ποτέ ξανά.
¨Ηξερε, μα
δεν τολμούσε να το ομολογήσει.
Ήταν εκείνη.
Τι γύρευε;
Μήπως ήθελε να του θυμίζει τη ζωή, τη νιότη και τα όνειρα που της στέρησε; Ή….;;
Κοίταξε τον
ουρανό, πίνοντας με αργές γουλιές το ποτό του. Το φεγγάρι έπαιζε θαρρείς κρυφτό
μ’ ένα σύννεφο: κρυβόταν για λίγο και μετά φανερωνόταν και πάλι.
Ο Αλέκος
τινάχτηκε νιώθοντας κάτι να τον αγγίζει στον ώμο.. Αναστατωμένος, έριξε μια ματιά στο πλάι. Ένα κλαδί πρασινάδας ήταν
από τη γλάστρα.
«Ουφ!»
έκανε με ανακούφιση.
Πανσέληνος
απόψε, σκέφτηκε και πήγε να χαμογελάσει.
Το χαμόγελο
έμεινε μισό, όταν είδε καταχνιά να σκεπάζει σιγά σιγά την πλατεία. Τα φώτα της
πόλης, που πριν λάμπανε, τώρα άρχισαν να φαίνονται θαμπά.
«Γέρασες,
φίλε μου, δεν το αντέχεις πια το οινόπνευμα…», μονολόγησε κι ακούμπησε το ποτήρι στο κομοδίνο.
Κάτι σαν
χάδι άγγιξε το μάγουλό του αυτή τη φορά. Παγωμένο χάδι. Το μάτι του πήρε μια
σκιά φευγαλέα, καθώς η κουρτίνα θροΐστηκε
απαλά.
Τι παιχνίδια μου παίζει η φαντασία μου απόψε!!! Δεν μπορεί… όχι….
όχι… το ποτέ με ζάλισε…, σκέφτηκε.
Άναψε το
κεντρικό φως και κάθισε στο κρεβάτι του. Το μέτωπό του και τα χέρια του ήταν
κάθιδρα, σχεδόν έτρεμε.
Σε περίμενα, άκουσε ή του φάνηκε πως άκουσε να του ψιθυρίζει μια φωνή στο
αυτί.
Μια
γυναικεία φωνή.
Μια φωνή
που την ήξερε καλά.
«Μιράντα!»
φώναξε δυνατά και πετάχτηκε πάνω.
Έλα… έλα…, ξανάκουσε.
«Τι θες από
μένα; Ήμουν… ήμουν τρελός τότε… γεμάτος ζήλια… θεωρούσα καθετί που άγγιζα
ιδιοκτησία μου… ακόμα και σένα… ακόμα και…!! Εγώ φταίω… μόνο εγώ… και οι
εμμονές μου… οι ηλίθιες εμμονές μου….! Γι αυτό και πληρώνω… κάθε μέρα πληρώνω… χρόνια
τώρα… πληρώνω….!»
Έστω κι έτσι έζησες!! η ίδια φωνή… Ενώ εγώ….
«Έζησα;;;
Νομίζεις πως έζησα;;; Όχι, λοιπόν, όχι….!!», ούρλιαξε. «Δεν έζησα, Μιράντα, δεν
έζησα… παντού και πάντα εσύ… εσύ παντού και πάντα…..»
Άλλο ένα
άγγιγμα στην πλάτη του και στη βάση του λαιμού του.
Ο έρωτας που δεν μου έδωσες…, άκουσε.
«Ο έρωτας
που δεν σου έδωσα….», επανέλαβε σαν ηχώ.
Παγωμένα
χείλη ενώθηκαν με τα δικά του. Φιλί λαίμαργο, παθιασμένο, που μύριζε
νυχτολούλουδο και χώμα.
Η ζωή… η ανάσα… η ανάσα μου…
«Μι…Μιράντα…..α...γ…ά…π…α
με»…
****
Ο Βαγγέλης
ακούμπησε το λουλούδι που κρατούσε πάνω στο μάρμαρο.
«Καλό
ταξίδι, Αλέκο παλιόφιλε!» είπε σιγανά.
Τον είχαν
βρει νεκρό πριν από λίγες μέρες, με το πουκάμισο ελαφρά ξεκούμπωτο…
«Καρδιακή
προσβολή!» το επίσημο πόρισμα.
Μόνο ο
Βαγγέλης πρόσεξε εκείνο το τόσο δα σημαδάκι από κόκκινα χείλη στο λαιμό του
φίλου του. Κάποτε, και το δικό του κορμί ήταν γεμάτο από τέτοια σημάδια
καυτά...μα κι αυτό το άρωμα από νυχτολούλουδο που πλανιόταν στον αέρα!!!
«Κλείνει ο κύκλος», ψιθύρισε αναστενάζοντας. «Εμένα, με
συγχώρεσες Μιράντα;; Πόσο πολύ με πονούν τώρα οι αναμνήσεις!!!»
ΤΕΛΟΣ
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017