Ένα βιβλίο σταθμός, ένα σύγγραμμα πλούσιο σε ιστορικό, μα και...
εκπαιδευτικό χαρακτήρα, μας προσφέρει «απλόχερα» προς μελέτη ο συγγραφέας,
αναλύοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που μας δημιουργούσαν μέχρι τώρα, μια σειρά
από εικασίες και ερωτηματικά…
Ένας τίτλος
πρωτότυπος, αρκετά ιστορικός, μ’ ένα θέμα που σε ιντριγκάρει να ασχοληθείς
προσεκτικά μ’ αυτό το βιβλίο. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να το γράψετε;
Η φράση «Μέγα γαρ το της Θαλάσσης Κράτος» ειπώθηκε από τον
Περικλή προς τους συμπολίτες του (Α.143) όταν τους εξηγούσε την ανωτερότητα της
ναυτικής ισχύος έναντι της χερσαίας και τους λόγους για τους οποίους θα
οδηγούσε την Αθήνα στην τελική επικράτηση. Επιπλέον, είναι μια φράση που
συμβολίζει τη θαλάσσια φυσιογνωμία που έχουμε ως έθνος συμπυκνώνοντας την
πολιτισμική μας πορεία, διάσωση και εξέλιξη ανά τους αιώνες, ενώ παράλληλα
αποτελεί έναν από τους εμβληματικότερους θυρεούς του Πολεμικού μας Ναυτικού.
Νομίζω πως δικαίως αποτελεί τον βασικό τίτλο του βιβλίου μου διότι πρόκειται
για μια φράση που είναι ευρέως γνωστή χωρίς όμως όλοι όσοι την έχουν ακούσει,
να έχουν πλήρη αντίληψη του βάθους και της σημασίας της. Η βασική μου προτεραιότητα ήταν να μη γράψω
ένα ακόμα βιβλίο για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που απλώς θα κατέγραφε τη
γεγονοτολογική διάσταση της σύγκρουσης. Ευτυχώς υπάρχουν πολλά τέτοια έργα στην
παγκόσμια βιβλιογραφία. Διαπιστώνοντας όμως την απουσία μιας μελέτης που αναλύει
ενδελεχώς τη βασική διάσταση του πολέμου, δηλαδή τη ναυτική, θεώρησα ευκαιρία
αλλά και επιστημονικό μου καθήκον, να πάρω την πρωτοβουλία. Είναι πραγματικά
συγκλονιστικό το γεγονός ότι η βασική ναυτική δύναμη της εποχής, η Αθήνα,
προέβη σε μια σειρά από λανθασμένες έως αυτοκτονικές κινήσεις που αμφισβήτησαν
εκ των έσω τη ναυτική της ισχύ, την ίδια στιγμή που η διστακτική και άκρως
προσεκτική Σπάρτη, με μια σχετική καθυστέρηση, συνειδητοποιούσε την ανάγκη να
αναθεωρήσει συνολικά το γεωστρατηγικό της προσανατολισμό και να στραφεί προς τη
θάλασσα προκειμένου να νικήσει την αντίπαλό της. Όλη αυτή η διαδικασία είχε
τρομερό ενδιαφέρον και η προσπάθεια της ανάδειξης των συνισταμένων που την
καθόρισαν υπήρξε άκρως εποικοδομητική. Τέλος, θέλω να πιστεύω πως η μελέτη μου
διαλύει μια διαχρονική παρεξήγηση που επικρατεί σε ένα τμήμα της κοινής γνώμης
που δεν έχει μια σαφή εικόνα για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ότι η εν λόγω
σύγκρουση ήταν βασικά και συνολικά «ναυτική».
Μέσα από τις
σελίδες αυτού του βιβλίου, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει μέσα
στο χθες και να διδαχθεί πολλά, που ίσως μέχρι τώρα να τα γνώριζε «κάπως» διαφορετικά.
Αυτό ήταν το κύριο μέλημα σας, όταν το γράφατε;
Η βασική μου επιδίωξη, την οποία ξεκαθαρίζω στον πρόλογο,
ήταν να αναδείξω μια διάσταση του πολέμου (που κατ’ εμέ είναι και η βασικότερη)
που θεωρώ πως δεν είχε αρκούντως αναπτυχθεί στην παγκόσμια βιβλιογραφία.
Επιπλέον, η εκπαιδευτική μου ιδιότητα καθόρισε σημαντικά τη μεθοδολογική
προσέγγιση που ακολούθησα. Έχοντας διδάξει Ναυτική Ιστορία (στην οποία είναι
αφιερωμένη η διδακτορική μου διατριβή που εκπονήθηκε στη Σορβόννη) σε όλες
σχεδόν τις σχολές του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και στο εξωτερικό,
λειτούργησε μέσα μου ως γνώμονας ανάλυσης η
προσπάθεια να εξηγήσω με όρους εκπαιδευτικούς τη σύγκρουση Αθηναϊκής και
Πελοποννησιακής Συμμαχίας χωρίς όμως να αγνοήσω την αναγκαία επιστημονικότητα
με την οποία ήμουν υποχρεωμένος να ενδύσω τη μελέτη μου.
Θα σας ήταν εύκολο να μας
μεταφέρετε στο πνεύμα αυτής της ναυτικής ιστορίας που περιγράφετε, δίνοντάς μας
το στίγμα… μέσα από ένα μικρό δείγμα, σαν περίληψη.
Η
μελέτη «Μέγα γαρ το της θαλάσσης κράτος,
η Ναυτική Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» από τις εκδόσεις
«Σμυρνιωτάκη» πραγματεύεται τη ναυτική
διάσταση του Πελοποννησιακού Πολέμου δίνοντας έμφαση, όχι μόνο στις μικρές και
μεγάλες ναυμαχίες που διεξήχθησαν στις ελληνικές θάλασσες, αλλά σε ένα ευρύτερο
«θαλάσσιο» πλαίσιο που περιλαμβάνει γεωπολιτικές προσεγγίσεις, στρατηγικούς
σχεδιασμούς, τακτικές κινήσεις, οικονομικούς υπολογισμούς και διπλωματικές
διαδικασίες που σχηματοποιούν αυτό που η έρευνα ονομάζει «ναυτική ισχύς» και
που, λόγω της στρατιωτικής φυσιογνωμίας των εμπολέμων, έρχεται αναπόφευκτα σε
σύγκρουση με το μεγάλο αντίπαλο δέος της, τη «χερσαία ισχύ». Ακολουθεί την
κλασική επιστημονική χρονολογική διάκριση της σύγκρουσης σε τρεις φάσεις
(Αρχιδάμειος Πόλεμος, Σικελική Εκστρατεία, Ιωνικός Πόλεμος) και συνοδεία
δεκάδων αναλυτικών χαρτών, παρακολουθεί και αναλύει την κλιμάκωση των
συγκρούσεων, αποδεικνύοντας ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ένας κατά βάση
ναυτικός πόλεμος, αφού όχι μόνο κρίθηκε στη θάλασσα αλλά, προκειμένου να
προκύψει το αποτέλεσμά του έπρεπε η Πελοποννησιακή Συμμαχία να
επαναπροσδιορίσει τον παραδοσιακό χερσαίο της προσανατολισμό και, με την
εμπλοκή του παραδοσιακού εξ Ανατολών εχθρού του ελληνισμού, των Περσών, να
προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ναυτικής ισχύος, που αποτελούσε προνομιακό
πεδίο δύναμης της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Η μελέτη παρακολουθεί και αναλύει τα
αργά βήματα αυτής της γεωστρατηγικής μεταστροφής, σε συνδυασμό με την
αυτοκτονική αυτοαμφισβήτηση της ναυτικής ισχύος των Αθηναίων που επέτρεψε στους
Πελοποννησίους να συνειδητοποιήσουν την υποχρεωτική αναθεώρηση του χερσαίου
γεωστρατηγικού προσανατολισμού τους και να τολμήσουν να εντρυφήσουν στις
ναυτικές τακτικές και εν τέλει να επικρατήσουν.
Οι δίδυμοι Πύργοι, η
αλαζονεία της εξουσίας, οι αρχαίες τραγωδίες και ο Θουκυδίδης δημιούργησαν μέσα
σας, μια τάση για μια αληθινή καταγραφή των γεγονότων, για μια πρωτότυπη γραφή.
Πως λειτούργησε στο μυαλό του συγγραφέα όλη αυτή η διαδικασία;
Η
αγάπη μου για την αρχαία τραγωδία έχει τις ρίζες της στην παιδική μου ηλικία.
Από μικρός είχα την τύχη να έχω δυο γονείς που με πήγαιναν κάθε χρόνο στο
αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου για να παρακολουθήσουμε παραστάσεις αρχαίου
δράματος από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης, κωμωδία και τραγωδία.
Επιπλέον, ο νονός μου, ο μουσικοσυνθέτης Χρήστος Λεοντής πολύ συχνά έγραφε
μουσική για τις παραστάσεις του εν λόγω φεστιβάλ. Έτσι, όταν αποφοίτησα από τη
Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας το 1997, μετέβην στο King’s College του
Λονδίνου για να κάνω μεταπτυχιακό στην τραγωδία, αφού με συγκλόνιζε η ηθική
διάσταση με την οποία προσέγγιζε και εξηγούσε τα πράγματα το αρχαίο δράμα. Όταν
όμως στις 9 Σεπτεμβρίου 2001 συνέβη το γεγονός της τρομοκρατικής επίθεσης στους
δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη και στο πεντάγωνο στην Ουάσινγκτον, διαπίστωσα
πως η τραγωδία δε μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς τις απορίες μου. Ήταν τότε που
«έπεσα» πάνω σε ένα άρθρο του κυριακάτικου «Βήματος», που με θουκυδίδειους
όρους εξηγούσε, τόσο το γεγονός της επίθεσης, όσο και την κυνική και αλαζονική διατύπωση
της πρόθεσης αντεπίθεσης από τον τότε αμερικανό πρόεδρο Τζόρτζ Μπους. Το άρθρο
έκανε παραπομπή στο επεισόδιο της Μήλου και πλέον η σπίθα μέσα μου είχε ανάψει
και ξεκίνησα να μελετάω συστηματικά τόσο το έργο του Θουκυδίδη όσο και την
αντίστοιχη ελληνική και – κυρίως – ξένη βιβλιογραφία. Παράλληλα, είχα ξεκινήσει
ήδη τη διδακτορική μου έρευνα πάνω στην ιστορία του ελληνικού Πολεμικού
Ναυτικού και η έννοια της ναυτικής ισχύος είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μέσα
μου πιο καθαρά. Προϊόντος του χρόνου, διαπίστωνα πόσο διαχρονική δυναμική διαθέτει
η εν λόγω έννοια κι έτσι ξεκίνησα να τη «δουλεύω» πάνω στον Πελοποννησιακό
Πόλεμο. Πλέον, μπορώ να πω με σιγουριά ότι η εξωτερική πολιτική τόσο των
μεγάλων δυνάμεων, όσο και των μικρότερων περιφερειακών «παικτών», μπορεί να
εξηγηθεί και να ερμηνευθεί βάσει του έργου του Θουκυδίδη.
Η απόδοση σε μια
κόλα άσπρο χαρτί, ήταν εύκολη;
Ποτέ η απόδοση σε μια κόλλα χαρτί μιας τόσο μεγάλης σε μέγεθος
μελέτης δεν είναι εύκολη, πόσω μάλλον όταν ο βαθμός πρωτοτυπίας είναι υψηλός.
Μόνο η συγγραφή διήρκεσε ακριβώς τρία χρόνια ενώ η αρχειακή και κυρίως
βιβλιογραφική έρευνα πάνω από μια δεκαετία. Όλα αυτά βεβαίως λειτουργούσαν
παράλληλα με τις καθημερινές βιοποριστικές ανάγκες, κι αυτό είναι κάτι που
συχνά καθυστερούσε ή και δυσκόλευε την όλη προσπάθεια. Από την άλλη πλευρά
όμως, όταν υπάρχει μια ξεκάθαρη αντίληψη του στόχου που πρέπει να επιτευχθεί
και των ιδεών που πρέπει να τεκμηριωθούν, τότε η διαδικασία διευκολύνεται.
Έχοντας κατά νου
όλα αυτά που καταγράφετε σ’ αυτό σας το «σπουδαίο» δημιούργημα, ποιος πιστεύετε
ότι γράφει την ιστορία; Οι ήρωες ή τα γεγονότα;
Αναμφίβολα οι δυο αυτοί παράγοντες είναι αλληλένδετοι και αλληλοσυμπληρωματικοί.
Σίγουρα τα γεγονότα είναι αυτά από τα οποία αντλούνται διδάγματα διότι έχουμε
τη δυνατότητα, χάρη στη χρονική απόσταση που μεσολαβεί, να τα κρίνουμε συνολικά
και αντικειμενικά. Όμως εύκολα διαπιστώνουμε πως η δυναμική του ανθρώπινου παράγοντα
είναι εκείνη που πολλές φορές καθορίζει το είδος και την ποιότητα των
γεγονότων. Αν για παράδειγμα ο Νικίας δεν ήταν τόσο διστακτικός στη Σικελία,
τότε πιθανότατα το τεράστιο αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα να είχε σωθεί έχοντας
υποστεί μόνο πλήγμα στο γόητρό του. Επιπλέον, αν ο Αλκιβιάδης δεν είχε
αποκαλύψει στους Σπαρτιάτες την «αχίλλειο πτέρνα» της Αθήνας – πρόκειται για
την οχύρωση της Δεκέλειας – τότε πιθανότατα να μην είχε καν ξεκινήσει η τρίτη
και πλέον αιματηρή φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Από την άλλη βέβαια
πλευρά, αν το γεγονός του λοιμού δεν είχε κοστίσει τη ζωή του Περικλή, τότε η
πιθανότητα η Αθήνα να είχε νικήσει αναίμακτα και κυρίως γρήγορα τον πόλεμο θα
ήταν μεγάλη.
Το χθες έχει
πολλά κοινά σημεία με το σήμερα, με μεγαλύτερο το «λοιμό». Πόσο σας βοήθησε
αυτή, ας μου επιτραπεί η έκφραση, η κοινή διαδρομή τους στην ιστορία και
πραγματικά πόσο προφητικός είναι ο ρόλος του βιβλίου σας;
Ο Θουκυδίδης στη αρχή της Ιστορίας,
αναφέρει πως το έργο του έχει συνταχτεί για να αποτελεί κειμήλιο
αιώνιο μάλλον παρά ανάγνωσμα για ν’ ακούεται προσωρινά («κτήμα ες αεί», Α.22), κι αυτό είναι αλήθεια,
αφού το σύνολο του έργου που μας κληροδοτήθηκε βρίθει στοιχείων κοινωνικών,
πολιτικών, πολιτειακών, στρατιωτικών, στρατηγικών, τακτικών, που μπορούν να έχουν
εφαρμογή στη σημερινή εποχή. Παρόλ’ αυτά, δεν είναι κάποιο πολεμικό γεγονός
εκείνο που κατά τη γνώμη μου μπορεί να έχει μια άμεση αναλογία με το παρόν. Ο
λοιμός που ενέσκυψε στην Αθήνα το δεύτερο μόλις έτος του πολέμου (430 π.Χ.)
είναι εκείνο το συμβάν που οι συνέπειές του συναντώνται σε μεγάλο βαθμό σήμερα.
Η επιδημία που έπληξε την Αθήνα διαφοροποίησε ριζικά τη συμπεριφορά του
Αθηναίου πολίτη, ο οποίος ξεκίνησε να συμπεριφέρεται με τρόπο ιδιοτελή και
βραχυπρόθεσμο αδιαφορώντας ταυτόχρονα για τα ζητήματα της πόλης. Δυστυχώς
σήμερα παρατηρούμε την ίδια συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία λόγω του
σύγχρονου «λοιμού», που δεν είναι άλλος από την οικονομική κρίση. Επιπλέον, μια
ακόμα ενδιαφέρουσα αναλογία είναι η εξής: ο Θουκυδίδης έχει τοποθετήσει στην Ιστορία του το ξέσπασμα του λοιμού στην
Αθήνα αμέσως μετά το διθυραμβικό για την αθηναϊκή δημοκρατία απόσπασμα του
Επιταφίου του Περικλή, δημιουργώντας έτσι μια εντυπωσιακή αντίθεση και
προοικονομώντας βέβαια τη σταδιακή απομάκρυνση των Αθηναίων από τη στρατηγική
του Περικλή και τελικά την ήττα. Αν θυμηθούμε ότι η οικονομική κρίση ξέσπασε
στην Ελλάδα σχεδόν αμέσως μετά το θριαμβευτικό 2004 (με τη διοργάνωση των
Ολυμπιακών Αγώνων και το πρωτάθλημα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία),
θα διαπιστώσουμε εύκολα μια μάλλον θλιβερή αναλογία.
Τι θα λέγατε σ’ έναν
αναγνώστη ώστε να τον προτρέψετε να αγοράσει και να διαβάσει αυτό το βιβλίο και
για ποιο λόγο;
Η
ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου προσφέρει απλόχερα μια σειρά από διαχρονικά
διδάγματα που άπτονται τόσο της ανθρώπινης φύσης, όσο και των διακρατικών
σχέσεων. Ο αναγνώστης που θα επιλέξει να μελετήσει τον εν λόγω βιβλίο, πέρα από
τις πληροφορίες που θα λάβει σχετικά με την πρώτη εμφύλια σύγκρουση του δυτικού
πολιτισμού, θα βρει απαντήσεις που σχετίζονται με τη θαλάσσια φυσιογνωμία των
Ελλήνων και τον τρόπο με τον οποίο το υγρό στοιχείο μπορεί να επηρεάσει και να
καθορίσει την εξέλιξη του πολιτισμού. Άλλωστε ο πόλεμος ως κοινωνικό φαινόμενο,
έχει τη δυνατότητα να σηματοδοτεί τόσο το τέλος μιας σημαντικής ιστορικής
περιόδου, όσο και την αφετηρία μιας νέας. Επιπλέον, η μελέτη διαφωτίζει μια
λανθασμένη άποψη που επικρατεί, ότι δηλαδή ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ένας
πόλεμος που διεξήχθη στη στεριά και τελείωσε με μια ναυμαχία στους Αιγός
Ποταμούς. Αυτό δεν είναι ακριβές: η σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης και των
αντίστοιχων στρατιωτικών σχηματισμών που οι δυο υπερδυνάμεις της κλασικής
εποχής ηγούνταν, είχε απολύτως ναυτικό χαρακτήρα καθ’ όλη την εικοσαεπταετή
διάρκειά της.
Ο
Παναγιώτης Φουράκης γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Μετά την αποφοίτησή του από
τη Βαρβάκειο Σχολή, σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε Master
στις Κλασικές Σπουδές στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Το
2008 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «La constitution de la
marine de guerre hellénique et la force navale de la Grèce (1900-1913)» («Η
συγκρότηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και η ναυτική ισχύς της Ελλάδας»)
και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Ιστορίας από την École Pratique des Hautes Études του
Πανεπιστημίου της Σορβόννης.
Έχει
διδάξει Ναυτική Ιστορία σε πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και
της αλλοδαπής. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Ελληνικής Επιτροπής
Στρατιωτικής Ιστορίας (Ε.Ε.Σ.Ι.) του ΓΕΕΘΑ την οποία έχει εκπροσωπήσει σε
διεθνή συνέδρια και ημερίδες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Την περίοδο 2012-1015 εργάστηκε στο Κατάρ για λογαριασμό της
ThyssenKrupp Marine Systems International Qatar ως Naval Academic Manager και ως Manager
Business Strategies and Politics, Middle East and North Africa (BS&P,
MENA).
Μιλάει
αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο και μια κόρη.
(Παύλος
Ανδριάς, για τον aylogyros news)