Το
ότι πριν λίγες ώρες βρισκόταν μέσα σε ένα καράβι, μόνη και...
λυπημένη και τώρα
βρισκόταν στην αγκαλιά αυτού του αγγέλου την ξεπερνούσε. Φοβόταν μήπως ξυπνήσει. Φοβόταν πως όλα είναι ένα ψέμα. Ο φόβος μήπως και ξυπνήσει
επάνω στο αφιλόξενο και κρύο κρεββάτι της έκανε να τρέμει.
Η
ώρα είχε πια περάσει, το φεγγάρι εκεί ψηλά καλούσε τους δυο ερωτευμένους να το
ακολουθήσουν στο ταξίδι του. Ο Πιέρος έσφιγγε με λαγνεία την λεπτοκαμωμένη
γυναίκα δίπλα του καθώς ακολουθούσαν το μονοπάτι που οδηγούσε στον πύργο της
Κρανάη.
-Που
πάμε; Τον ρώτησε και τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του.
Εκείνος
δεν απάντησε έφερε τα χείλη του στα δικά της και τα ρούφηξε, θαρρείς και δεν
είχε φιλήσει άλλη φορά. Το δυνατό του φιλί ξύπνησε τις αισθήσεις και η Στέφη
παραδόθηκε σε αυτό. Τώρα μιλούσαν οι ανάσες τους, ενωμένες είχαν γίνει πια μια.
Από ψηλά ο ασημένιος δίσκος τους κρατούσε συντροφιά καθώς τα χείλη δεν έλεγαν
να ξεκολλήσουν, δεν ήθελαν να χωριστούν. Άξαφνα η Στέφη τραβήχτηκε και κρύφτηκε
στην ζεστή του αγκαλιά. Όλα έμοιαζαν με όνειρο, ένα όνειρο όμορφο , τέλειο
καμωμένο από χρυσό.
-Που
θέλει η νεράιδα να πάμε;
-Δεν
ξέρω, κάπου να μείνουμε. Έτσι δεν θα έπρεπε;
-
Έχεις δίκιο, θα ήθελες να πάμε στο σπίτι μου, αλλά το μόνο που φοβάμαι είναι
ότι η μητέρα μου θα ξαφνιαστεί σε σημείο να ταραχτεί μιας και νομίζει ότι εγώ
τώρα, ταξιδεύω.
-Αστο
καλύτερα, άσε μην έχουμε δράματα.
-Το
βρήκα, είπε και κοίταξε τον πύργο που βρισκόταν φωτισμένος λίγα μέτρα πιο κάτω.
-Για
πες, γιατί έχει πιάσει και κρύο….
-Λέω
λοιπόν να πάμε στον πύργο, ο φύλακας είναι πολύ καλός μου φίλος. Δεν είναι
λίγες οι φορές που έχουμε ξενυχτήσει ή ακόμα και κοιμηθεί εκεί.
-Αν
δεν βρούμε μπελά θα ήταν μια υπέροχη εμπειρία….
-Έλα
τότε μην αργούμε… Θα περάσουμε υπέροχα.
Της συγγραφέως Κατερίνας
Κονίτσα Σωπύλη