Ήταν
καλός άνθρωπος ο παππούς ο Χρήστος. Φτωχός...
μεροκαματιάρης. Ισχνός,
ταλαιπωρημένος, μα πεισματάρης και δουλευταράς. Τον έβαλαν να πολεμήσει για την
πατρίδα. Πολέμησε με τους συμμάχους. Σκοτώθηκε από αυτούς. Ορφάνεψαν τα παιδιά
από πατέρα. Ορφάνεψε και η κυρά-Λένη από άντρα.
Ο
Κωστής και ο Γιωργής. Ο Γιωργής και ο Κωστής, δύο πιτσιρίκια μεγαλωμένα μέσα
στην πείνα, στην ανέχεια. Το φαγητό λιγοστό, οι αρρώστιες πολλές. Αναγκάστηκαν
να συνδράμουν οι γείτονες για να επιβιώσουν. Βοήθησε και το ορφανοτροφείο. Δύο
ορφανά μαζί με άλλα χιλιάδες. Δύο ψυχούλες μικρές και απονήρευτες, ζεστές,
ανέμελες παιδικές κόντρα στην μπότα του κατακτητή που αποχωρούσε με σκυμμένο το
κεφάλι.
Τα
χρόνια κύλησαν και τα παιδιά έγιναν άντρες. Επιβίωσαν. Οι άντρες έγιναν πατέρες
και στο πρόσωπο της κυρα-Λένης φάνηκε ξανά ένα χλομό χαμόγελο. Πώς όμως να
λειάνεις ένα πρόσωπο χαροκαμένο από τη θλίψη στο διάβα του χρόνου, όταν η χαρά
είναι σπάνιο αγαθό, ένα διάλειμμα από έναν μακροχρόνιο πόνο που καιροφυλαχτεί
αλλάζοντας μορφές;
Τότε
ήταν που τα παιδιά-πατέρες πήραν σοβαρές αποφάσεις. Τον έναν τον τράβηξε η
ξενιτιά, ο άλλος έμεινε να συμμαζέψει το χάλι που θ’ αντιμετώπιζε η
μεταπολίτευση. Ο πρώτος στριμώχτηκε σ’ ένα κρύο λυόμενο κάτω από έναν γκρίζο
καταθλιπτικό ουρανό. Μακριά, κάτω από μια ξένη και άγνωστη μελαγχολική βροχή. Ο
άλλος στριμώχτηκε σ’ ένα ελληνικό χαμόσπιτο για να συντηρηθεί, να επιζήσει. Μα
δούλεψαν σκληρά. Αντρίκια. Όλοι τους. Και πρόκοψαν.
Πώς
είναι, Γιώργο μου, στην ξενιτιά; Μας λείψατε. Πότε θα ιδωθούμε; Πώς περνάει ο
καιρός! Πώς τα πορεύετε, Κώστα μου; Τι κάνουν τα παιδιά;
Λόγια
τετριμμένα, μακρινά. Κρύα σαν τα καλώδια του τηλεφώνου. Λόγια που μεγαλώνουν
την απόσταση, λόγια που από μόνα τους γίνονται απόσταση. Οι διακοπές λίγες,
γρήγορες, ψυχρές, οι άνθρωποι αλλαγμένοι. Και οι στιγμές κυλούν αδυσώπητες.
Συσσωρεύουν ευθύνες, γίνονται κούραση, γίνονται χρόνια λησμονημένα, δημιουργούν
ηλικιωμένους από ενήλικες, συντηρούν πάθη χωρίς κατανόηση, αλύπητα.
Επιτέλους!
Μετά από τριάντα και βάλε χρόνια η επανένωση. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα παππούδες
που ξαναντάμωσαν εκεί όπου ανδρώθηκαν, εκεί όπου χωρίσαν ξαφνικά, ψυχές που
σμίξανε αφού το αίμα ξαναβρήκε το αδερφικό του ταίρι.
Το
εξ αδιαιρέτου ακούστηκε για πρώτη φορά υπόκωφα σαν μουρμουρητό που μεταλλάχτηκε
σε μουγκρητό μέσα από τα σπλάχνα της γης. Στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν αμαρτία.
Κάτι σαν κατάρα. Όποτε ακουγόταν ακολουθούσαν γκρίνιες, στεναχώριες, φαγωμάρα.
Η ένταση μεγάλη. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη.
Είναι
εξ αδιαιρέτου φωνάζανε αμφότεροι και εμείς τα μικρά τρέχαμε να κρυφτούμε, να
μην μπλέξουμε σε καβγά, να μη βρεθούμε στη δύσκολη θέση να πάρουμε θέση.
Είναι
εξ αδιαιρέτου ουρλιάζανε αμφότεροι, καταπατώντας κάθε μορφή νομιμότητας, κάθε
συναισθηματικό κρίκο που τους ένωνε διευρύνοντας συνεχώς το αδελφικό χάσμα και
τις αντιθέσεις. Και τα εξ αδιαιρέτου μεγάλωναν μέρα με τη μέρα. Και έγιναν
σκιά, σκοτάδι, χολή, αρρώστια που ξεσκίζει από μέσα προς τα έξω. Η πρότερη
φτώχεια ξεχάστηκε. Οι δεσμοί αίματος έσπασαν. Αυτά είναι δικά μου αυτά είναι
από τη μεριά μου. Η χρόνια πίκρα και η στέρηση παραμερίστηκαν. Έγιναν ζήλια,
μίσος, φθόνος. Έγιναν εγωισμός, υπεροψία, ανταγωνισμός. Μα πάνω απ’ όλα
ματαιοδοξία.
Μπολιάστηκαν
και σε μας. Μολυνθήκαμε και εμείς από το νοσηρό περιβάλλον. Τρέχουμε ακόμη να
σώσουμε τα δικά μας παιδιά.
Χάσαμε
έναν γιό, έναν φίλο, έναν ξάδερφο .Δεν μάθαμε τίποτε, δε σεβαστήκαμε τίποτα.
Φασαρία κόντρα στη φασαρία. Αφορμές ανούσιες, αναίτιες αιτίες. Ευτράπελες
καταστάσεις, αποφάσεις μωρών.
Να
μην μπορείς ν’ αλλάξεις μια κουβέντα χωρίς παρεξήγηση, να διστάζεις να
ευχηθείς, να γιορτάσεις μαζί με τους δικούς σου ανθρώπους. Από πείσμα! Από
περηφάνια! Από μικροψυχία! Για ένα τετράγωνο δύο επί δύο που λιάζονται
αδέσποτες γάτες.
Τότε
ήταν που ήρθε το σημάδι. Αισιόδοξο. Ελπιδοφόρο. Μια λεμονιά άνθισε στο εξ
αδιαιρέτου τετράγωνο που χώριζε τα δύο εξ αδιαιρέτου χαμόσπιτα. Λεμονιά χέρι
φιλίας, συγχώρεσης, ένωσης. Κανένας δεν του έδωσε σημασία. Κανένας δεν το πήρε
στα σοβαρά! Άλλοτε οι οιωνοί μεγαλουργούσαν, συνέτιζαν. Τώρα υπάρχουν για να
παραβλέπονται, να προσπερνιούνται.
Γι’
αυτό και οι καρποί της λεμονιάς τρεις! Τρία ολοκίτρινα χυμώδη λεμόνια. Τρία
σημάδια ζωής σε μια καταπράσινη πλουμιστή λεμονιά που έγερνε ταπεινά και στις
δύο πλευρές.
Πώς
να μοιράσεις όμως στα δύο τρεις καρπούς χωρίς παρεξηγήσεις; Γίνεται; Δεν
γίνεται! Αν το μίσος σου τρυπήσει τα σωθικά, δεν μπορείς καλά καλά να μοιράσεις
έστω και δύο!
Οι
μπουλντόζες έχουν έρθει από ώρα να γκρεμίσουν τα παλιόσπιτα. Βρίσκονται
παραμελημένα στον ακάλυπτο χώρο της παρακείμενης οικοδομής. Εστία μόλυνσης,
αταξίας, βρωμιάς. Πληγή για το πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Οι ένοικοι
έχουν από καιρό λησμονηθεί. Ψυχούλες ταλαιπωρημένες που πέρασαν μια κοσμική
στιγμή απ’ τη Ζωή. Ζωές που ζήσαν γρήγορα σ’ ένα μικρό τετράγωνο γήινο κόκκο.
Ζωές που τις κατάπιε η διχόνοια.
Σιμώνουν
απαλά για να αποδώσουν φόρο τιμής. Κοντοστέκονται ακούγοντας ψιθύρους μετάνοιας
ενός άλλου κόσμου. Φωνές συγχώρεσης μιας άλλης εποχής, περασμένης, μακρινής.
Αφουγκράζονται τις ικεσίες των θεμελίων. Συλλογίζονται το αίμα και τον ιδρώτα
που σπαταλήθηκε.
Η
λεμονιά απέτυχε Ξεράθηκε πικραμένη! Άνεμος τη σκόρπισε μακριά. Να προσπαθήσει
αλλού, σ’ άλλους ανθρώπους πιο ανθρώπινους. Η ζήλεια έκλεισε τα μάτια στους
ενοίκους
Τα
μηχανήματα ξεκίνησαν να σκάβουν βαθιά, συθέμελα!
Με την υπογραφή του συγγραφέα Ιωάννη Κασσή