Φίλησε
απαλά το κιτρινισμένο χαρτί. Στην άκρη τα γράμματα...
ήταν ελαφρά μουτζουρωμένα
από δάκρυα…
Μετά από τόσα
χρόνια το σημάδι παρέμενε ανεξίτηλο.
«Δε θέλω να
θυμάμαι…», είπε δυνατά.
Πόσο θα ήθελε
να ήταν όλα ένα όνειρο μόνο. Αλλά…
Πονάει αυτό το
ταξίδι, συλλογίστηκε.
***
Το σούρουπο της
επόμενης μέρας βρήκε τον Άγγελο καθισμένο στην ίδια θέση-εκεί που έγινε το
κακό!- να σφίγγει το φόρεμα στο στήθος του. Αμίλητος ήταν κι ανέκφραστος. Δίπλα
του ο φίλος του ο Αυγουστής τρανταζόταν από τους λυγμούς.
«Εσύ φταις!»
φώναξε.
«Εγώ;;;»
«Ναι εσύ… εσύ…!
Ποτέ δεν την αγάπησες… ποτέ δεν αφουγκράστηκες την καρδιά της… να δεις πόσο σε
λάτρευε… κι εσύ… εσύ τη χρησιμοποίησες με τον πιο αισχρό τρόπο!!! Εσύ τη σκότωσες!
Άγγελος θανάτου έγινες… εσύ….»
Άρπαξε το
φόρεμα από τα χέρια του Άγγελου.
«Μόνο εγώ
μπόρεσα να δω τα δάκρυά της εκείνο το βράδυ. Προσπάθησε να μου κρυφτεί, μα δεν
τα κατάφερε. Πού ήσουν εσύ, ε;;; Πού ήσουν;;; Και τώρα τολμάς να κρατάς το
φόρεμά της στα χέρια σου! Μην το μαγαρίζεις…μη…..»
Σαν ταινία
πέρασαν από μπροστά του εκείνες οι τελευταίες στιγμές.
«Πάω να πάρω
λίγο αέρα, πνίγομαι εδώ μέσα…»
«Να ρθω μαζί
σου, μάτια μου…»
Εκείνη
χαμογέλασε θλιμμένα.
«Μόνο εσύ μ’
αγαπάς, μόνο εσύ με πονάς, καρδιά μου», του είπε και τον φίλησε στο μέτωπο.
Πόσο αναθάρρησε
με το φιλί της.
Πήγε να την ακολουθήσει,
μα εκείνη δεν θέλησε..
«Θα ξανάρθω…»,
ψιθύρισε και του έσφιξε τρυφερά το χέρι…
«Αποχαιρετισμός…
αποχαιρετισμός…», μονολόγησε.
«Τι είπες;» τον
ρώτησε ο Άγγελος.
«Δεν σου άξιζε
μια τέτοια γυναίκα… όχι… όχι… δεν σου άξιζε! Ω Θεέ μου, πώς να δεχτώ ότι αυτή
την ομορφιά, αυτό το πλάσμα το κατάπιε η θάλασσα; Πώωωως;»
Ο Άγγελος
έσκυψε το κεφάλι κι ένα δυνατό ΑΧ βγήκε από τα στήθη του.
Σε εκείνη τη
σμαραγδένια παραλία με τα βράχια και τις σπηλιές, εκεί που ακόμα αντηχούσαν οι
κοφτές ανάσες τους τις ώρες που έσμιγαν μαζί με τα «σ’ αγαπώ!» που νοερά του
ψιθύριζε εκείνη, εκεί είχε διαλέξει να γράψει το τέλος με τον δικό της τρόπο.
(συνεχίζεται)
Copyright,
Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017