Αμίλητη κοίταζε τον ορίζοντα. Είχε την ελπίδα πως...
ο χρόνος θα
απάλαινε τη θλίψη και την απογοήτευσή της, όμως συνέβαινε το αντίθετο. Η καρδιά
της είχε νεκρώσει.
Άφησε το ρούχο να πέσει στα βότσαλα και μπήκε στη θάλασσα. Τι
γαλήνια που ήταν! Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει στη δύση του, βάφοντας τον
ουρανό με χιλιάδες χρώματα που αντανακλούσαν στην επιφάνεια του νερού. Κι
εκείνη προχωρούσε…προχωρούσε…προχωρούσε, σαν να την έσπρωχνε ένα αόρατο χέρι.
«Έλα…έλα…», ένιωσε μια φωνή να την καλεί.
«Πόσο όμορφα νιώθω! Κράτα με κοντά σου, μη με αφήσεις ποτέ»,
είπε σιγανά.
Το νερό κάλυπτε σιγά σιγά την πλάτη της, τους ώμους της, τα
μαλλιά της.
Έκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε.
Η μικρή γοργόνα
επέστρεφε εκεί που ανήκε…..
****
Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς άνοιξε το φάκελο. Κι εκείνα τα λόγια!
«Κλείνω τα μάτια κι ολόγυμνη βαδίζω μέσα στο απέραντο
γαλάζιο. Δεν μπορώ να αποχωριστώ αυτή
την αγκαλιά, δεν έχω τη δύναμη. Τώρα πια δεν θα κλαίω μόνη, δεν θα μένω μόνη.
Στο βουητό του ανέμου, στο φως του φεγγαριού, στο παιχνίδισμα των κυμάτων, θα
τραγουδώ τον έρωτα, ορατή κι αόρατη συνάμα, για σένα! Λεύτερη από πόνο και
δάκρυα, θα μπορώ να σε λατρεύω για μια αιωνιότητα…!»
Λίγο πιο πέρα, είχε μείνει ξεχασμένο ένα κόκκινο φόρεμα στο
χρώμα της φωτιάς, μόνο κι ορφανεμένο από το κορμί κι από την ύπαρξή της.
(συνεχίζεται)
Copyright,
Σμαραγδή
Μητροπούλου, 2017