Από τότε πού θυμάμαι τον
εαυτό μου να διαβάζει, πολύ μικρή...
είναι ή αλήθεια, λάτρεψα τα κόμικς…
Μίκυ Μάους, Μίννι,
Ντόναλντ, Σκρούτζ, κλασσικά και ότι κυκλοφορούσε το διάβαζα σαν τρελή, κάθε
Παρασκευή στο μικρό μαγαζάκι τού παππούλη στην γωνία για να πάρω το Μίκυ Μάους
της εβδομάδας...
Τί θυμήθηκα τώρα... υπέροχα
παιδικά, τρυφερά χρόνια, τα αγόρια της γειτονιάς, δεν σας είπα, μεγάλωσα σε μια
γειτονιά με 9 αγόρια, ήμουν μοναδική και φυσικά αυτό μου το έδειχναν και τα
παιδιά της γειτονιάς μου, όπως λέει και το άσμα... περίπου...
Ας γυρίσουμε στο θέμα μας,
όσο μεγάλωνα μεγάλωνε και η συλλογή μου και άρχισα, μεγαλύτερη αρκετά να ψάχνω
και τα πρώτα-πρώτα τεύχη, σε μία αναζήτηση μου στο Μοναστηράκι στάθηκα τυχερή,
βρήκα Το νούμερο 2 πού κόστιζε, όταν κυκλοφόρησε 5 δραχμές!
Τρελάθηκα από την χαρά
μου, έτσι σιγά-σιγά μεγάλωσε η υπέροχη συλλογή μου, κούτες ολόκληρες, χαιρόμουν
γιατί σκεφτόμουν πώς τα προόριζα για τα παιδιά μου…
Ε, παιδιά δεν έκανα οπότε
είπα να τα δώσω στα ανίψια μου, αλλά σκέφτηκα όμως να δώ την αξία αυτής της
συλλογής, έτσι από περιέργεια και τηλεφώνησα σε κάποιους πού πουλάνε κόμικς να’
ρθουν να πάρω προσφορές
«Καλησπέρα, ήρθα για τα
κόμικς»
«Α, ναι καλησπέρα θα
ανέβουμε στην σοφίτα, ελάτε…»
Ανεβήκαμε, έψαξε καλά και
μού έκανε την προσφορά του
«Να σάς δώσω τα χρήματα να
τα πάρω τώρα? Έχω μαζί το φορτηγάκι μου...»
«Όχι ευχαριστώ θέλω να το
σκεφτώ λίγο, τα ξαναλέμε…»
Αυτός επέμεινε λίγο αλλά
έφυγε άπραγος, δεν έδωσε πολλά είναι ή αλήθεια, αλλά θα ερχόντουσαν και άλλοι,
όντως πέρασαν άλλοι 3-4 με καλύτερες προσφορές και έτοιμοι να τα πάρουν εκείνη την
στιγμή, ώσπου ήρθε και ό τελευταίος, ένας πολύ ψηλός και πανέμορφος άνδρας με
ένα υπέροχο, φωτεινό χαμόγελο
«Καλημέρα, με συγχωρείτε
πού άργησα αλλά πολύ κίνηση»
«Δεν πειράζει, ελάτε πάμε στην
σοφίτα…»
«Έχετε πολύ όμορφο σπίτι,
καλλιτεχνικό»
«Ευχαριστώ πολύ…»
«Κοκκινίσατε, με λένε Χάρη
εσάς?»
«Ευτυχία»
«Όμορφο όνομα και σάς
ταιριάζει α, μά αυτή η σοφίτα κρύβει θησαυρούς το ξέρατε?»
«Τά κόμικς λέτε?»
«Όχι μόνο… να ψάξω
παρακαλώ?»
«Βεβαίως, να σάς φτιάξω
έναν καφέ?»
«Ευχαριστώ πολύ τον
χρειάζομαι, μέτριο ελληνικό…»
Κατέβηκα για τον καφέ και το
μυαλό μου αναρωτιόταν, κοκκίνισα είπε? Πώς??? Ανέβασα τούς καφέδες και αρχίσαμε
μια συζήτηση για τούς θησαυρούς πού έκρυβε η σοφίτα μου
Ε... τελείωσε το άλλο πρωί
με το πρωινό μας...
Α, άδειασα κατά πολύ η
σοφίτα αλλά τα λατρεμένα κόμικς ήταν πάντα εκεί!
«Για τούς ανιψιούς μου ρε
γαμώτο...» όπως είπε η Πατουλίδου κάπως αλλιώς βέβαια!