Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε
ένα κορίτσι...
που το έλεγαν Αριάδνη. Αντίθετα με τη συνονόματή της πριγκίπισσα,
όμως, αυτή πέταξε τον μίτο στη θάλασσα, από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή της
εκείνος-που ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να πω το όνομά του. Και βρέθηκε μέσα σ’
έναν λαβύρινθο απ’ όπου δεν μπορούσε-ή δεν ήθελε;-να βγει. Μάλλον βγήκε, αλλά με τρόπο…
ΑΛΛΑ ΑΣ ΜΗΝ ΠΡΟΤΡΕΧΩ, Ε!!
έβαλε φρένο στη σκέψη του.
Κράτησε στα χέρια του το σκληρόδετο
τετράδιο με την ανάγλυφη διακόσμηση: ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο εξώφυλλο… σε
πείσμα τόσων χρόνων δεν είχε ξεθωριάσει το χρώμα του, παρέμενε ζωντανό σαν να
ήταν μόλις χθες, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και στο οπισθόφυλλο μια σύνθεση
από αγιόκλημα, ίριδα και γιασεμί…
Στην πρώτη σελίδα, ήταν
κολλημένη η φωτογραφία που έδειχνε και τους τρεις να χαμογελούν, σε κάποια
στιγμή τους ανέμελη.
Χρόνια της νιότης μας που
λέγαμε πως θα κρατήσετε για πάντα! συλλογίστηκε.
Φωτιά… αλμύρα… πάθος… τρέλα…
το κορμί της… η μυρωδιά της… την ποθώωωωωωωω…, τα λόγια εκείνου-που ούτε το
όνομά του δεν μπορούσε να πει-χόρευαν στο μυαλό του.
Και να… το ξεδίπλωμα της
ψυχής της, τα ποιήματά της, στις επόμενες σελίδες.
Διέκρινε ή του φάνηκε πως
διέκρινε μια σκιά στον τοίχο.
«Δεν το κατάλαβες ποτέ!!!
Ανόητε… μάλλον όχι ανόητε… κακούργε!!!!» φώναξε δυνατά κι έκλεισε σφιχτά τα
μάτια του σαν να ‘θελε να ξορκίσει εκείνη την αόρατη παρουσία που για κάποιο
λόγο έδειχνε να τη μισεί θανάσιμα.
Όταν τα ξανάνοιξε, η σκιά
είχε εξαφανιστεί.
Πήρε μια βαθειά αναπνοή.
«Ήσουν τόσο όμορφη… το
πρόσωπο σου… η κορμοστασιά σου… το βλέμμα σου… και προπαντός η καρδιά… κι η
σκέψη σου, καλή μου!» είπε σιγανά. «Γιατί; Γιατί δεν κατάλαβες; Γιατί; Γιατί;»
Έπρεπε να βρει τη δύναμη και
να πει το όνομα εκείνου. Έσφιξε τις γροθιές του και….
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν
δύο φίλοι… ο Άγγελος και ο Αυγουστής…
(συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή
Μητροπούλου, 2017