Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Οι κορδέλες της εκδίκησης… Μέρος 10


Πίσω στη θάλασσα, το πονεμένο βλέμμα...
του Αυγουστή δεν είχε γαληνέψει. Ίσως επειδή αυτή αρνιόταν τα τάματά του και δεν του έφερνε πίσω την αγαπημένη του.
Ένιωσε τη ζεστασιά πίσω του, πριν δει τη λάμψη.
«Αριάδνη», ψιθύρισε.
«Αυγουστή», άκουσε πίσω από την πλάτη του τη γλυκιά φωνή της.
Δεν γύρισε. Δεν ήθελε να τελειώσει το όνειρο.
«Γύρνα, Αυγουστή, και δώσε μου συγχώρεση», ξανάκουσε τη φωνή της, ικετευτική αυτή τη φορά.
Γύρισε πολύ αργά λες και η επιβράδυνση της κίνησής του θα φυλάκιζε τη στιγμή και θα τη μετέτρεπε σε αλήθεια.
«Άνοιξε τα μάτια σου, Αυγουστή. Είμαι εδώ……».
Τα άνοιξε αργά. Του φάνηκε ότι είδε την Αριάδνη λευκή οπτασία, αλλά δεν ήταν σίγουρος, γιατί τα καυτά δάκρυα είχαν θαμπώσει την όρασή του.
«Συγχώρεσέ με, Αυγουστή...»
Ήταν πράγματι εκεί μπροστά του.
«Από τι, ψυχή μου; Τι κακό έκανες εσύ που μου ζητάς να σε συγχωρέσω;»
«Δεν κατάλαβα, Αυγουστή. Δεν έβλεπα ότι εσύ ήσουν η αγάπη... λυπάμαι».
«Γιατί έφυγες, Αριάδνη;» ρώτησε πνίγοντας με κόπο έναν λυγμό. «Γιατί; Πώς θα ζήσω χωρίς εσένα;»
«Θα ζήσεις, Αυγουστή. Πρέπει να ζήσεις και να συνεχίσεις. Πρέπει ν’ αγαπήσεις πάλι».
« Όσες ζωές και να ζήσω, πάλι εσένα θ’ αγαπήσω, Αριάδνη. Εσένα θα περιμένω να ξανανταμώσω».
Το φως τον τύλιξε κι έφτασε ως τα βάθη της ψυχής του, καθώς εκείνη τον κοίταζε με απέραντη αγάπη τώρα πια. Η μορφή της άρχισε να σβήνει, να χάνεται.
«Σε σένα θα έρθω, Αριάδνη, όταν φτάσει η ώρα», της έδωσε απάτητο όρκο.
Καθώς η μορφή της έσβησε τελείως, έμεινε ακίνητος για μια στιγμή να κοιτάζει το μέρος που στεκόταν. Ύστερα στράφηκε πάλι προς τη θάλασσα.
«Μου την πήρες. Πάρε, λοιπόν, κι εσύ αυτό από μένα και τελείωσα μαζί σου», είπε σκορπίζοντας καμένες κόκκινες λωρίδες υφάσματος να τις πάρει το κύμα.
**********
Σαν τι να απέμεινε άραγε;
Ένα ημερολόγιο με φύλλα που κιτρίνισε ο χρόνος
Μια φωτογραφία λιγάκι φαγωμένη στις γωνίες
δεν μιλά…μα σε κοιτά βαθιά στα μάτια
κι ένα τριαντάφυλλο αποξηραμένο
ξεχασμένο σ’ ένα ξύλινο κουτί…
μοσχοβολά σαν τα όνειρα της νιότης μας…
διάβασε ο Αυγουστής, νιώθοντας και πάλι τα λόγια της να βρίσκουν το δρόμο τους για την καρδιά του.
Κι από τότε κάθε Αύγουστο πονάω…, έγραψε σε μια σελίδα του τετραδίου με κεφαλαία γράμματα.
Πήρε στα χέρια του μια κόκκινη κορδέλα με άκρες μαυρισμένες…
Την τύλιξε μια δυο φορές γύρω στα δάχτυλά του και χαμογέλασε.
«Σε σένα θα έρθω, Αριάδνη, όταν έρθει η ώρα!» ξανάρθαν στο μυαλό του τα λόγια του όρκου εκείνου.
Έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε στον κόσμο του ονείρου.
Δίπλα σε μια καταγάλανη θάλασσα η Αριάδνη τον περίμενε απλώνοντάς του το χέρι…
«Ήρθες!» είπε μόνο
Εκείνος την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του.
«Θυμάσαι;… όσες ζωές και να ζήσω, πάλι εσένα θα κουβαλώ μέσα μου… και εσένα θα περιμένω να ξανανταμώσω, αγάπη μου….», είπε γεμίζοντας με φιλιά το όμορφο πρόσωπό της.
Πίσω από τα βράχια, μια γκρίζα μελαγχολική σκιά, παραφωνία στο φωτεινό τοπίο, αναστέναξε βαριά. Καταδικασμένη να περιπλανιέται αιώνια δίχως να μπορεί να βρει τη γαλήνη, είχε πια λησμονηθεί απ’ όλους.

ΤΕΛΟΣ

Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017