Η μιντινέτα είναι μεταφορά του γαλλικού midinette,
που ήταν η νεαρή εργαζόμενη κοπέλα, ιδίως μοδιστρούλα ή πωλήτρια, στον
Μεσοπόλεμο, όταν οι εργαζόμενες γυναίκες ήταν λιγοστές. Η γαλλική λέξη προήλθε
από συμφυρμό των midi και dinette,
επειδή τα εργαζόμενα κορίτσια έκαναν διάλειμμα το μεσημέρι για ένα σύντομο γεύμα...
Σύμφωνα με το στερεότυπο, οι μιντινέτες (ούτε
υπάλληλοι γραφείου ούτε εργάτριες εργοστασίου) ήταν απλοϊκά, επιπόλαια κορίτσια με ρηχό συναισθηματισμό. «Μόνο τις
γαλλίδες μιντινέτες και τις δικές μας Ατθίδες συγκινούνε», έγραφε ένα περιοδικό
του 1928 για κάποιους συγγραφείς αισθηματικών έργων.
Στα λαϊκά του Μεσοπόλεμου θα βρούμε πάμπολες
αναφορές σε μιντινέτες, που ήταν το κρυφό αντικείμενο του πόθου πολλών αντρών,
κάποτε και ρεπορτάζ για τη «ζωή των Αθηναίων μιντινετών». Το ίδιο και σε
κείμενα Ελλήνων που είχαν ζήσει στο Παρίσι, όπως ο Βάρναλης, έγραψε στα Φιλολογικά
του απομνημονεύματα για «γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες,
μανάβισσες, εφημεριδοπώλισσες, καλλιτέχνισσες...» ή ο Σκίπης, που κάλεσε τον
Βλαχογιάννη σε ένα εστιατόριο που «είχε για πελάτες του μικροϋπαλλήλους,
εργατικούς, αμαξάδες [.....] και μιντινέτες».
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου,
από το ΒΗΜΑ)