Λαχίδα και λαχίδι λέγεται το κομμάτι γης που έχει
κληρονομήσει κάποιος ύστερα από κλήρωση: όταν μοιραζόταν στα αδέρφια η πατρική
περιουσία, έβαζαν κλήρο στα κομμάτια για
να μην αδικηθεί κανείς στην διανομή...
Συνέφερε στις αγροτικές εργασίες οι λαχίδες να είναι
μακρόστενες (για να μην κάνει ελιγμούς ο χειριστής του αρότρου) κι έτσι κατ’
επέκταση ονομάστηκε λαχίδα κάθε επιμήκης στενή λωρίδα καλλιεργήσιμου εδάφους. Ο
Κοτζιούλας, στις νεανικές του αναμνήσεις, θυμάται πως «έπαιρνα απόδειπνα τη
μασιά, δίπλα στη γωνιά και πατώντας την τετράγωνη άκρη της στη στάχτη έκανα
λαχίδια, το ένα κάτω απ’ τ’ άλλο, σαν εκείνα τα ξερικά χωραφάκια που είχαμε
γύρω απ’ το σπίτι μας».
Στην Αλογόμυγα του Θανάση Κωστάκη διαβάζουμε: «Το
χωράφι ήταν στο ίσωμα, τρεις τέσσερις λαχίδες όλο κι όλο, αλλά μεγάλες και με
χώμα δυνατό, μαυρόχωμα, που, αν πήγαινε καλά η χρονιά, μπορούσε, μόνο απ’ αυτό,
να κάνει το ψωμί της χρονιάς του».
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το
ΒΗΜΑ)