Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου


Σύμφωνα μ’ έναν μύθο, κάποιος χωριάτης ονόματι Θόδωρος, στάθηκε κάποτε στη γούρνα του πηγαδιού για να ποτίσει το γάιδαρο του. Στα πηγάδια αλλά και στις πηγές ο κάθε χωρικός εξυπηρετούνταν ανάλογα με την ώρα προσέλευσης. Ο Θόδωρος αυτή τη φορά είχε έρθει πρώτος, αλλά μάταια προσπαθούσε με παρακάλια και βρισιές να πείσει το γάιδαρο να δροσιστεί. 


Οι συγχωριανοί του έλεγαν να προχωρήσει τη σειρά του για να μην καθυστερούν, όμως αυτός εκεί… πείσμα ο γάιδαρος, πείσμα και αυτός! Του τραβούσε το σχοινί, τον έσπρωχνε με το σώμα του, ώσπου κάποια στιγμή το ζωντανό γέρνει, λυγάει στα μπροστινά του πόδια, ύστερα στα πισινά και ξαφνικά δίνει ένα πήδημα, πέφτει μες στη γούρνα και κάνει το Θόδωρο μούσκεμα. Εκείνος εξακολουθεί να σπρώχνει, ο γάιδαρος ακουμπά στα χείλη του πηγαδιού, το πηγάδι ήταν φαρδύ, ξαναστρώνει ο Θόδωρος, πέφτει μέσα ο γάιδαρος.
Κάποιος χωριανός δένει θηλιά σ’ ένα σκοινί, το ρίχνει επιτήδεια, η θηλιά πιάνει το λαιμό του γαιδάρου και όλοι μαζί ανεβάζουν το ζώο μισοπνιγμένο. Το πιάνουν, το ακουμπούν στα χείλη του πηγαδιού, το μισό έξω απ’ το πηγάδι, το μισό μέσα. «Γρήγορα, γρήγορα!» φωνάζει ένας αφελής χωρικός «μη στάξει η ουρά μες στο πηγάδι κα λερώσει τα νερό!»
Έτσι η φράση αυτή του αφελή χωρικού, «μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου», λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό όσο παρουσιάζεται είτε για να τονίσουμε πως μερικοί άνθρωποι στέκονται στις ασήμαντες λεπτομέρειες ενός γεγονότος, αγνοώντας το μέγεθος και τη σοβαρότητα της όλης κατάστασης.
Η μουσίτσα