Κάποιος κάποτε ετοίμαζε τραπέζι, για να φιλέψει έναν δικό του άνθρωπο. Κάλεσε όμως και ο σκύλος του έναν άλλο σκύλο. Πήγε εκείνος και σαν είδε τις πλούσιες προετοιμασίες χαίρονταν κι έλεγε μέσα του: «Α! Χαρά που μου ήρθε ξαφνικά. Θα φάω τόσο πολύ που ούτε κι αύριο δε θα πεινώ».
Ενώ σκεφτόταν αυτά και έπαιζε με την ουρά του, τον είδε ο μάγειρας, τον άρπαξε από τα πόδια και τον πέταξε έξω από το παράθυρο. Τότε εκείνος έφυγε κλαίγοντας. Κάποιος σκύλος που βρέθηκε στο δρόμο του, τον ρώτησε: «Ε, φίλε! Πως πήγε το γεύμα;» κι αυτός απάντησε:
«Μέθυσα από το πολύ πιοτό, που δεν κατάλαβα από πού βγήκα».
Ο μύθος αυτός θέλει να μας πει πως δεν πρέπει να πιστεύουμε σ’ εκείνους που μας υπόσχονται προσφορές από ξένα αγαθά.
«Αισώπου μύθοι»