Στη Χίο το καρναβάλι άνοιγε με το διπλό χορό, που τον χόρευαν κάθε Κυριακή εκτός από την τελευταία, την Τυρινή, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, στις κεντρικές γειτονιές του χωριού.
Την τελευταία Κυριακή μαζευόντουσαν σ’ ένα σπίτι πολλές οικογένειες, γείτονες, συγγενείς και φίλοι, όπου η καθεμία έφερνε μαζί της φαγητά. Όπως αυγά, τυριά, μυζήθρες και πηχτή από ψάρια και τα πρόσφεραν στο κοινό φαγοπότι, σε όλους που αποκρεύανε αδελφωμένα.
Την ημέρα αυτή, της Τυρινής, από τις πρωινές ώρες, τριγυρνούσαν στους δρόμους παιδιά ντυμένα αποκριάτικα, με ρούχα φροντισμένα και με πολλά στολίδια.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες παρουσιάζονταν τα παιδιά μαζί με τα φουστανελοφόρα παλικάρια και σιγά-σιγά σμίγανε σε παρέες, που κάθε μια είχε και τη δική της ζυγιά (όργανα). Ξεκινούσαν τον πρώτο χορό, συνήθως χασάπικο και η κάθε παρέα κατέληγε στο μαγαζί που θα την φρόντιζε για ποτό.
Από την άλλη μεριά, οι κοπέλες ντυμένες κι αυτές, σε συντροφιές βγαίνανε βόλτα και καταλήγανε κοντά στα ζυγιά, που τις είχαν ειδοποιήσει για τον πρώτο χορό.
Το Καρναβάλι είναι φαντασμαγορικό, πλούσιο σε τοπικά έθιμα, που οι ρίζες τους χάνονται στην εποχή του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας. Σχεδόν κάθε χωριό έχει τις δικές του καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Στην Αγιάσο, οι παρέες των γλεντιστών που κυκλοφορούσαν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους, οι «μουτσούνες», ή «κουδουνάτοι», που γύριζαν τα απογεύματα και τα βράδια στις γειτονιές και στα κουτούκια, τραγουδώντας «αδιάντροπα» (άσεμνα) και σκωπτικά τραγούδια. Τα πειράγματα που αυτοσχεδίαζαν ακούγονταν καθ' όλη τη διάρκεια του τριωδίου.
Και τις τρεις Κυριακές της Αποκριάς, οι Κουδουνάτοι, άνδρες που φορούν ποιμενικά κουδούνια, μεταμορφώνονται σε ζώα και αναβιώνουν την εθιμική παράδοση. Οι Κουδουνάτοι έχουν στο κεφάλι τους κομμένες νεροκολοκύθες, διακοσμημένες με φτερά κοκόρου ή γαλοπούλας. Στο λαιμό δένουν λουριά στα οποία έχουν περάσει χάντρες και μικρά κοχύλια. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλο, την κουτσκούδα, το οποίο θεωρείται σύμβολο γονιμότητας. Στη συνέχεια, κατευθύνονται προς το φούρνο της γειτονιάς, όπου βάφει ο ένας τον άλλον με μουτζούρα.
Ο Αρχικουδουνάτος, ο αρχηγός, φορά λιγότερα κουδούνια και στο σώμα του βάζει διάφορα χαϊμαλιά και λουριά. Χαμηλά στη μέση κρέμεται ένας χοντρός βλαστός λαχανίδας ή κουνουπιδιού και δύο μεγάλα κεφάλια σκόρδων. Στο στόμα έχει ένα μεγάλο κρεμμύδι ή φυσά μια μπουρού για να δώσει ρυθμό στο βήμα των Κουδουνάτων. Με τον Αρχικουδουνάτο μπροστά, οι Κουδουνάτοι αρχίζουν την πορεία τους ο ένας πίσω από τον άλλον. Οι περαστικοί αισθάνονται δέος βλέποντάς τους και ακούγοντας τη φασαρία των κουδουνιών τους. Οι Κουδουνάτοι τριγυρίζουν στο χωριό, στα σπίτια και στα καφενεία και δέχονται κεράσματα. Συμβολίζουν ψυχές πεθαμένων που έχουν τη δύναμη να γονιμοποιούν τη γη και τριγυρίζουν στους δρόμους του χωριού.
Στα Θυμιανά της Χίου, έχουμε το έθιμο της «Μόστρας», που διαρκεί δυο μέρες, από το βράδυ της Παρασκευής της Τυροφάγου και το πρωί της Κυριακής της Τυρινής «την Παρασκευή την ανεβάζουμε και την Κυριακή την κατεβάζουμε».
Το βράδυ της Παρασκευής φοράνε παλιά ρούχα, γυναικεία ή αντρικά, καλύπτουν το προσωπό τους με αυτοσχέδιες μάσκες (μουτσουναριές) και κάνουν διάφορα σκετς σκορπώντας γέλιο στα σοκάκια του νησιού. Την Κυριακή πηγαίνουν στα ξωκλήσια του Αϊ Γιάννη και Αϊ Δημήτρη και εκκλησιάζονται, στη συνέχεια πάνε στο νεκροταφείο με συνοδεία οργάνων με τελικό προορισμό την κεντρική πλατεία του χωριού όπου χορεύουν το «ταλίμι» (χορός που αναπαριστά τις μάχες των Χιωτών με τους πειρατές). Μετά την ολοκλήρωση του χορού ακολουθεί η παρέλαση των αρμάτων του Καρνάβαλου.
Στην Αγιάσω της Λέσβου τώρα, ακολουθώντας τη διαδρομή του τραγουδιού γίνονταν μεταμφιέσεις και το χαρακτηριστικό παίνεμα των γεννητικών οργάνων των ανθρώπων.
Όλες οι «μουτσούνες», δηλαδή οι μασκαρεμένοι έβγαιναν ανά ομάδες στους κεντρικούς δρόμους του χωριού (μαχαλάδες) και έστηναν χορό.
Μέσα από τις μεταμφιέσεις γινότανε συστηματική αντιστροφή της τάξης και της ιεραρχίας της κοινωνίας. Οικοδομούνταν ένας κόσμος από την ανάποδη, για να φανεί ποια κατάσταση θα επικρατούσε, αν δεν υπήρχαν ορισμένοι κοινωνικοί κανόνες.
Έτσι λοιπόν, κάποιοι ντύνονταν ψαράδες, άλλοι φορούσαν μια καμπούρα κι άλλοι μια περικεφαλαία, εξέλεγαν κάποιον σαν το βασιλιά του γέλιου και όλοι μαζί άρχιζαν την αναπαράσταση του γάμου, ως βιολογικού, κοινωνικού και εκκλησιαστικού γεγονότος.
Καλλιόπη Γραμμένου
Δημοσιογράφος- Παιδαγωγός