Η ανάπαυση σε τόπο χλοερό σημαίνει τον ύπνο του θανάτου σε ήρεμο, καταπράσινο τοπίο.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, τον νεκρό περίμενε στις όχθες του ποταμού Αχέροντα ο Χάροντας. Όταν εμφανιζόταν, του ζητούσε ένα οβολό, προκειμένου να τον μεταφέρει στην απέναντι όχθη, στις Πύλες του Κάτω Κόσμου (γι’ αυτό και οι συγγενείς έβαζαν έναν οβολό ανάμεσα στα δόντια του νεκρού, πριν τον θάψουν).
Στον Άδη ο νεκρός δικαζόταν. Αν ο ίδιος ο θεός έκρινε πως η ψυχή του υπήρξε άδικη και πονηρή όσο ζούσε, οι συνεργάτες του Μίνωας, Ραδάμανθυς και Αιακός την γκρέμιζαν στον Τάρταρο (η Τάρταρα), αν όμως την έκρινε ενάρετη την οδηγούσε στο Ηλύσιο πεδίο, ένα θαυμάσιο τόπο, φανταστικό, που είχε ωραίο κλίμα, διαρκή άνοιξη και δάση ευωδιαστά. Η γη καρποφορούσε τρεις φορές το χρόνο κι εκεί έμενε η ψυχή αθάνατη και ευτυχισμένη. Ο τόπος αυτός της ατέρμονης ευδαιμονίας ταυτίστηκε με τον «τόπο χλοερό».
Η μουσίτσα