Η
ημέρα σάλπαρε προς το ηλιόγερμα το μικρό αγοράκι...
χωμένο μέσα στην αγκαλιά της
Βιολέτας άκουγε με προσοχή τις ιστορίες που του έλεγε με περισσή
περιγραφικότητα για τα παιδικά της χρόνια. Οι αταξίες και τα κατορθώματα που
έκανε εκείνη και ο αδερφός της απασχολούσαν με ενδιαφέρον το μυαλό του μικρού.Ήταν όμως η ώρα να γυρίσουν στο σπίτι του. Ο ήλιος λίγο λίγο έσβηνε πίσω από το βουνό και τα δέντρα δημιουργούσαν περίεργες σκιές.
Η Βιολέτα σήκωσε τον Κωνσταντή που το πρόσωπο του είχε κοκκινίσει από την θέρμη της αγκαλιάς της, τον κοίταξε και απαλά χάιδεψε το παιδικό προσωπάκι.
-Λεβέντη μου, πρέπει να γυρίσουμε. Η μαμά θα έχει ανησυχήσει και όπου να είναι θα γυρίσει και ο μπαμπάς. Δεν θα ήταν σωστό να μην μας βρει εκεί…
-Εντάξει θεία μου, είπε ο Κωνσταντής και τέντωσε το κορμάκι του.
Σηκώθηκαν και περπάτησαν χέρι χέρι. Κάποια στιγμή σταμάτησαν και συγχωρήσανε το βήμα τους, ήταν ένα παιχνίδι που άρεσε στον Κωνσταντή και του προκαλούσε γέλιο. Ένα τραγούδι άρχισε να βγαίνει από στόμα του παιδιού. Ήταν αυτό που αύριο το πρωί θα έλεγε χτυπώντας τις πόρτες των γειτόνων με την ευχή να μαζέψει χρήματα να πάρει το παιχνίδι που ήθελε. Το είχε ζητήσει και στο γράμμα του στον Άγιο Βασίλη αλλά γνώριζε ότι ήταν πολύ απασχολημένος και ήθελε να είναι σίγουρος ότι θα το πάρει
-Καλήν εσπέραν άρχοντες… Κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Η Βιολέτα χαμογέλασε και ξεκίνησε να συντροφεύει και η ίδια τον μικρό της πρίγκιπα στο τραγούδι του. Το παιδί χαμογέλασε και έβαλε ένταση στην φωνή του σαν είδε ότι η θεία του τον ακολουθούσε. Στην άκρη του δρόμου φάνηκε το σπίτι του Κωνσταντή, το αυτοκίνητο του Σίμου, του αδερφού ήταν ήδη αραγμένο στο γκαράζ της πολυκατοικίας.
Έτρεξαν και χτύπησαν το κουδούνι με χαρωπή διάθεση. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα άνοιξε. Ανέβηκαν γρήγορά γρήγορα τις σκάλες και έφτασαν στο διαμέρισμα. Όλα ήταν έτοιμα το αχνιστό φαγητό στο τραπέζι τους περίμενε!
Συνεχίζεται…
Της συγγραφέως
Κατερίνας Κονίτσα Σωπύλη