Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
γεννήθηκε στην Σκιάθο...
στις 4 Μαρτίου 1851.
Ήταν ένα απ’ τα εννέα παιδιά
που δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ [1817-1897] και της Γκιουλώς
Μοραΐτη [1822-1896]
Ο Αλέξανδρος μεγάλωσε σε κλίμα ευλάβειας και θρησκευτικότητας. Ξεκίνησε σχολείο στην Σκιάθο, συνέχισε στην Σκόπελο, πήγε Γυμνάσιο στην Χαλκίδα και τελείωσε στο Βαρβάκειο σχολείο Αθηνών, αλλά με πολλές στερήσεις.
Ο Αλέξανδρος μεγάλωσε σε κλίμα ευλάβειας και θρησκευτικότητας. Ξεκίνησε σχολείο στην Σκιάθο, συνέχισε στην Σκόπελο, πήγε Γυμνάσιο στην Χαλκίδα και τελείωσε στο Βαρβάκειο σχολείο Αθηνών, αλλά με πολλές στερήσεις.
Ο πατέρας του τον έστειλε στην
Αθήνα να σπουδάσει θεολόγος αλλά εκείνος απογοητεύτηκε απ’ το στείρο κλίμα της
θεολογίας και το 1874 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών την οποία δεν
τελείωσε.
Είκοσι ετών πήγε στο Άγιον Όρος μαζί με τον
ξάδερφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, επίσης διηγηματογράφο αργότερα, για να
προσκυνήσει αλλά δεν έμεινε για πολύ, επέστρεψε στην Αθήνα.
Μαζί στο Άγιον Όρος πήγε και ο
Νικόλαος Διανέλλος ο μετέπειτα μοναχός Νήφων, ο οποίος έγινε ο κολλητός του
φίλος και κατοικούσαν στο ίδιο διαμέρισμα, μέχρι εκείνος να παντρευτεί και να φύγει
για το Χαρβάτι.
Όλη η ζωή του κύλισε λιτά,
ασκητικά, ανάμεσα από βιοπάλη, συγγραφή και εκκλησία. Ήταν ψάλτης στο εκκλησάκι
του Αγ. Ελισσαίου στο Μοναστηράκι, με μεγάλη αγάπη στα εκκλησιαστικά βιβλία.
Ήταν μια γραφική φιγούρα
της Αθήνας και ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως ‘’μια
σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή
κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο με μια παπαδίστικη κάννα με
ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου,
συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο’’.
Το πανωφόρι του το είχε στείλει
από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης.
Ο Δ. Χοτζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ.
Ο Δ. Χοτζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ.
Ο ίδιος όταν τα έμαθε είπε ‘’Δεν
μοιάζω με κανέναν είμαι ο εαυτός μου’’…
Όλα του τα χρόνια σύχναζε στο
μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή αλλά απ’ το 1906 πήγαινε στην Δεξαμενή
Κολωνακίου και στο πιο φτηνό καφενείο αυτό του Μπάρμπα – Γιάννη
όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες,
σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε.
Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος
Νιρβάνας σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Πολύ νέος άρχισε να
συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Έμαθε μόνος του τα Γαλλικά και τα
Αγγλικά και ασχολήθηκε με μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων.
Ταυτόχρονα άρχισε την δική του
συγγραφή ιδιαιτέρως τα πρώτα χρόνια με ιστορικά μυθιστορήματα αρχής γενομένης
απ’ το 1878 όταν γνώρισε τον εκδότη της εφημερίδος ‘’Ακρόπολις’’ Βλάση
Γαβριηλίδη και του δημοσίευσε το ‘’Μετανάστις’’.
Γρήγορα βρήκε τον δρόμο του και ξεκίνησε να γράφει μικρά και μεγάλα διηγήματα όπως ο ‘’Χρήστος Μηλιόνης’’ το 1885.
Γρήγορα βρήκε τον δρόμο του και ξεκίνησε να γράφει μικρά και μεγάλα διηγήματα όπως ο ‘’Χρήστος Μηλιόνης’’ το 1885.
Το πλούσιο διηγηματικό του έργο, με θέματα και
τύπους από τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας ή την απλοϊκή ζωή της κοινωνίας της
Σκιάθου, τον παρουσιάζουν ως συγγραφέα της ηθογραφίας. Όμως ο Παπαδιαμάντης δεν
αντιγράφει ήθη και έθιμα. Κοιτάζει βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου, ζει τις
εκφάνσεις της και τις αποτυπώνει στα έργα του.
Το έργο του είναι τελείως
προσωπικό, ιδιότυπο ως προς την εκλογή των θεμάτων, την ιδιαίτερη γλώσσα και
την έμπνευση, την οποία προσωπικά την θεωρώ θεϊκή, φιλοσοφημένη, λιτή και
αρκούσα.
Πιστεύω απόλυτα επίσης πως ο
Παπαδιαμάντης γνώριζε απολύτως την αξία του ‘’ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα
ματαιότης’’ και το ακολουθούσε.
Ο Παπαδιαμάντης αγάπησε την απλοϊκή ζωή, το
έλεγε και το έγραφε στα έργα του, κατέχοντας το μεγάλο μυστικό που εμείς οι
συγγραφείς ζηλεύουμε, το μυστικό να μεταμορφώνει τα ονειροπολήματά του σε
εξαιρετικά διηγήματα.
Στο έργο του επίσης είναι διάχυτα, η λατρεία
προς την φύση, η θρησκευτική ευλάβεια και η βυζαντινή μελωδία. Ο ίδιος έλεγε:
‘’όσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον
Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα
γνήσια ελληνικά ήθη’’.
Μας χάρισε αριστοτεχνικές σελίδες στην νεοελληνική λογοτεχνία και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους μας και επίσης ποιητής, δημοσιογράφος, μεταφραστής.
Ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραψε: ‘’Ο Μακρυγιάννης είναι ο ποιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη’’.
Μας χάρισε αριστοτεχνικές σελίδες στην νεοελληνική λογοτεχνία και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους μας και επίσης ποιητής, δημοσιογράφος, μεταφραστής.
Ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραψε: ‘’Ο Μακρυγιάννης είναι ο ποιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη’’.
Ο Παπαδιαμάντης έζησε τα πολλά
χρόνια της ζωής του στην Αθήνα κι όταν κατάλαβε το τέλος του αναζήτησε την
αγαπημένη μου Σκιάθο όπου πέθανε από πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου
1911.
Υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα με πολλές
όψεις που ακόμη ανακαλύπτουν όσοι ασχολούνται λεπτομερειακά πάνω στο έργο
του.
Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός
στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και στην κοινωνική ένταξη, μοίρασε την ζωή
ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε αποσυνάγωγος
τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ήταν ένας Έλληνας γνήσιος μποέμ από
επιλογή.
Εάν διαβάσουμε κάποια απ’ τα
εκατόν πενήντα διηγήματά του θα διαπιστώσουμε το χιούμορ,
την ειρωνεία, την γλαφυρότητα με την οποία αποτυπώνει τα ήθη αλλά και τον πόνο
που και ο ίδιος αισθάνεται και μας περνάει αριστοτεχνικά.
Ο Παπαδιαμάντης αγαπάει την
γυναίκα και μέσα απ’ την ειρωνεία και το χιούμορ, αποποιείται την θέση της
γυναίκας ως πράμα, ως θηλυκό που πουλιέται στον άνδρα για να του κάνει παιδιά,
να γίνει υπηρέτρια και να μην έχει λόγο.
Ήταν ένας εκ των πρώτων
που πίστευε πως η γυναίκα χρειάζεται ελευθερία να μπορεί να διατυπώνει τις
απόψεις της γι’ αυτό και πίστευε στον πολιτικό γάμο.
Μαίρη Παναγιώτου
Συγγραφέας