Ο απόηχος της παράδοσης δεν έχει
σβήσει. Στο παρελθόν...
η δέσμευση σε μία σχέση κρατούσε για πάντα υπό τα ιερά
δεσμά του γάμου.
Ήταν ένα συμβόλαιο με όρους που έπρεπε
να τηρηθούν απαρέγκλιτα εφ΄όρου ζωής. Αυτή η αναμφισβήτητη σταθερότητα από την
μία ήταν πηγή ασφάλειας, ενώ από την άλλη ισοδυναμούσε με καταναγκαστική
αφοσίωση. Οι κανόνες του παιχνιδιού στο πεδίο των σχέσεων άλλαξαν χωρίς να
ακυρώσουν τους παλιότερους κανόνες. Τώρα πια αναζητούμε την ασφάλεια χωρίς τους
καταναγκασμούς του παρελθόντος.
Καθένας μπορεί να αναρωτηθεί…
«ποιο είναι το νόημα να δεσμευτώ σε
μία σχέση όταν περιορίζεται η ελευθερία μου;». Σε έναν κόσμο όπου η ανεξαρτησία
αποθεώνεται και η εξάρτηση είναι ταμπού, οι σχέσεις είναι ευχή και κατάρα.
Μία σχέση έχει πλέον την φιλοδοξία να
υπηρετεί ταυτόχρονα δύο κώδικες: από τη μία η ασφάλεια της δέσμευσης και από
την άλλη, η ελεύθερη διάθεση του εαυτού. Η βασική επιδίωξη είναι να είμαστε
«ελεύθεροι μαζί».
Καθώς η μοναξιά στοιχειώνει την
ύπαρξη, αυξάνεται η λαχτάρα για την ασφάλεια της συνύπαρξης…
Άνδρες και γυναίκες – αναζητούν
διακαώς την συντροφικότητα – ως αντίδοτο στην μοναχική συνείδηση. Η μοναξιά
γεννά ανασφάλεια και μία σχέση μοιάζει πολλά υποσχόμενη ώστε να καλύψει αυτό το
κενό. Για να φέρει, όμως, η σχέση την αναμενόμενη ικανοποίηση, αρκεί να μην
είναι τροχοπέδη στην ελευθερία έκαστου παρτενέρ. Θέλουμε να έρθουμε κοντά, όχι
όμως ασφυκτικά κοντά. Γιατί τότε η αφοσίωση φλερτάρει επικίνδυνα με την
καταπίεση.
Χρειάζονται κάποιες αποστάσεις
ασφαλείας για να γλιτώσει κανείς από τις παρενέργειες μία σχέσης που από
καταφύγιο μεταλλάσσεται σε εγκλεισμό. Είναι σαν να παίζουμε με την φωτιά. Όσο
καθόμαστε κοντά της μας ζεσταίνει. Αν όμως δεν κρατήσουμε τις ασφαλείς
αποστάσεις κινδυνεύουμε να καούμε!
Ακροβατώντας, μεταξύ της ανάγκης για
ασφάλεια και της επιθυμίας για ελευθερία αναζητάται μία ισορροπία ανάμεσα στο
συνδέομαι και αποσυνδέομαι. Σε μία προσπάθεια να τετραγωνιστεί ο κύκλος των
συγκρουόμενων επιθυμιών συνάπτονται – υβριδικές σχέσεις – που αντιστέκονται
στην σταθερότητα του χθες…
Πρόκειται για τις «σχέσεις τσέπης»*
του είδους εκείνου που μπορεί κανείς
να βγάζει όποτε χρειάζεται, αλλά να καταχωνιάζει βαθιά όταν του είναι πλέον
άχρηστες. Στις σχέσεις τσέπης συσφίγγονται οι δεσμοί και συγχρόνως κρατούνται
χαλαροί, ώστε να μπορούν να λυθούν πάλι χωρίς πολλή καθυστέρηση αν χρειαστεί.
Οι σχέσεις τσέπης γεφυρώνουν το χάσμα που υπάρχει στο δίλημμα: «μένω ή φεύγω;».
Δεν χρειάζεται να διαλέξω ή να πάρω
θέση αφού μπορώ να κάνω και τα δύο ανάλογα με τις διαθέσεις της στιγμής. Όλο
αυτό το πηγαινέλα μου επιτρέπει να έχω και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο
χορτάτο. Εκπληρώνω την επιθυμία να έχω μία συντροφιά χωρίς τις υποχρεώσεις μίας
σταθερής σχέσης που σκοντάφτουν πάνω στην ελευθερία μου. Είναι σαν να πίνω καφέ
χωρίς καφεϊνη ή μπύρα χωρίς αλκοόλ.
Οι σχέσεις τσέπης προσφέρουν την
δυνατότητα να απολαμβάνω τα προνόμια της μοναξιάς, χωρίς όμως να είμαι μόνος ή
μόνη. Μου επιτρέπεται έτσι να είμαι «πάνω στον φράχτη» και δεν πατάω με τα δύο
πόδια στο στέρεο έδαφος της μίας ή της άλλης πλευράς, είτε της μοναξιάς είτε
της δέσμευσης. Γιατί όταν δεσμεύομαι σε μία σχέση κλείνω την πόρτα σε άλλους
ευχάριστους ρομαντικούς δεσμούς ενδεχομένως πιο συναρπαστικούς από αυτόν που
βιώνω στο παρόν.
Περιμένω ότι ο επόμενος παρτενέρ που
θα μου χτυπήσει το κουδούνι είναι πιο πολλά υποσχόμενος από αυτόν που ήδη
βρίσκεται μπροστά μου. Οι σχέσεις τσέπης μου δίνουν την ευκαιρία να μην λέω όχι
στην συσσώρευση πολλαπλών ανέμελων εμπειριών. Χάρη στο χαλαρό πνεύμα που τις
διαπνέει μπορώ να ξεφορτωθώ ελαφρά τη καρδία τον παρτενέρ μόλις εκείνος αρχίσει
να μου γίνεται βάρος, ώστε να κυνηγήσω χωρίς περισπασμούς το επόμενο ειδύλλιο.
Στις σχέσεις τσέπης…
δεν χρειάζεται να κοπιάσω ή να
αφιερώσω τον πολύτιμο χρόνο μου. Γλιτώνω να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες και τις
δοκιμασίες που αναπόφευκτα προκύπτουν στη δημιουργία και την διατήρηση μίας
κανονικής σχέσης. Σε μία σταθερή συναισθηματική δέσμευση αυξάνεται το ρίσκο να
βιώσω τον πόνο αν επέλθει η διακοπή της. Από την άλλη, αποφεύγω να επενδύω συναισθηματικά
και αυτό μου μετριάζει την οδύνη της απώλειας.
Η απώλεια μίας σχέσης είναι μία
εμπειρία θανάτου «δεύτερου βαθμού», αν θεωρηθεί ότι η εμπειρία θανάτου πρώτου
βαθμού είναι ο φυσικός θάνατος. Και αυτή η εμπειρία συχνά μετατρέπεται σε συχνά
επαναλαμβανόμενο και απείρως επαναλήψιμο συμβάν. Όταν αντιστέκομαι σθεναρά στα
μακρόπνοα σενάρια το πέρασμα στην διακοπή της σχέσης γίνεται ανεμπόδιστα και
δίχως δεύτερη σκέψη. Αλώβητος από τις αγιάτρευτες πληγές ενός επώδυνου χωρισμού
μπορώ να προχωρήσω παρακάτω στην δημιουργία μίας νέας σχέσης καταδικασμένη να
έχει την ίδια κατάληξη με τις προηγούμενες.
Αντί να συνάπτω μία σταθερή σχέση με
έναν παρτενέρ, διατηρώ σταθερή σχέση με την εμπειρία θανάτου δευτέρου βαθμού.
Μόνο που στις σχέσεις τσέπης ακόμα και αυτή γλιστράει από πάνω μου, χωρίς να
την βιώνω με ιδιαίτερο συναισθηματικό κόστος…
Οι σχέσεις τσέπης έχουν παρόμοια δράση
με ένα παυσίπονο. Ανακουφίζουν τις παρενέργειες μίας σταθερής συναισθηματικής
δέσμευσης. Η ανακούφιση που προσφέρουν είναι μάλιστα διπλή τόσο… όσο βρίσκομαι
εντός σχέσης όσο βρίσκομαι και εκτός της.
Όσο είμαι μέσα σε μία σχέση τσέπης και
για όσο αυτή διαρκεί, έχω μία διέξοδο στην ταλάντευση που με ταλανίζει μεταξύ
της ανάγκης μου για ασφάλεια και τον διακαή μου πόθο για την προσωπική μου ελευθερία.
Όταν πάλι είμαι εκτός της σχέσης το συναισθηματικό κόστος υπολογίζεται από
μηδαμινό έως αμελητέο. Η ζημιά δεν είναι δα και τόσο μεγάλη…
«Στο παρελθόν η δέσμευση σε μία σχέση
διαρκούσε «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». Στην ρευστή μοντέρνα ζωή τηρούνται
αντίστοιχα με ευλάβεια οι απειράριθμοι κύκλοι «θανάτου- αναγέννησης-
θανάτου». Αυτή η αέναη επανάληψη
ενισχύει την ανθεκτικότητα στον βαθύ πόνο. Άλλα μήπως τελικά δεν πρόκειται παρά
για μία ψευδαίσθηση;»
Μπορεί να μην πέφτω στα μαύρα πανιά
όταν τελιώνει μία τέτοια σχέση, με την έννοια της έλλειψης του συγκεκριμένου
προσώπου από τη ζωή μου, όμως όσο επαναλαμβάνονται αυτοί οι κύκλοι, τόσο
έρχομαι αντιμέτωπος με το υπαρξιακό κενό. Βυθίζομαι στο σκοτάδι και πέφτω σε
μία μαύρη τρύπα μέσα από την οποία αδυνατώ να αναδυθώ.
Γιατί στην ουσία χρειάζεται να
ξοδευτεί μεγάλη ψυχική ενέργεια για να συντηρηθεί κάτι λειψό, δαπάνη η οποία θα
μπορούσε να επενδυθεί και να αναπτυχθεί κάτι ολόκληρο. Οι σχέσεις τσέπης
λειτουργούν σαν συμπλήρωμα διατροφής. Ενισχύουν μεν τις ελλείψεις του
οργανισμού, λειτουργούν δε ως υποκατάστατα.
Το
παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Μπέλλου με τίτλο”O
γκατζετ-Eros: Ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας», το οποίο κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Ι.Σιδέρης.
Η
συγγραφέας είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Κατά την κλινική της πρακτική
ακολουθεί την αυτοσχεδιαστική μέθοδο. Έχει λάβει ειδίκευση στη Συστημική
Ψυχοθεραπεία, έχει εντρυφήσει με διατριβή στην Υπαρξιακή και τα τελευταία
χρόνια έχει στραφεί στην Ψυχανάλυση.