γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου
Μέρος 1ο
Σαν
έδυσε ο ήλιος γέμισε αίμα η θάλασσα
κι
έπαψαν τα τριαντάφυλλα ν’ ανθίζουν…
ένα
μοναχά απέμεινε…
πάνω
στο δάχτυλο και στην καρδιά σημάδι….
Άφησε στην άκρη το μολύβι,
έκλεισε το πολυκαιρισμένο, σχεδόν κιτρινισμένο τετράδιο και κοίταξε από το παράθυρο
τον ήλιο που ανέτελλε. Μια λέξη μόνο ανέβηκε στα χείλη του. Μαρισόλ.
Με χέρι τρεμάμενο χάιδεψε
την αλυσίδα που κρεμόταν απ’ το λαιμό του. Πάντα τη φορούσε κρυμμένη κάτω απ’
τα ρούχα του, θέλοντας ίσως να κρατήσει τις σκέψεις του μυστικές.
Μετά από χρόνια βρισκόταν
και πάλι στο αγαπημένο ιερό νησί.
«Σαν σήμερα…», ξανάπε
σιγανά, με φωνή τρεμάμενη.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα έκανε
τις ίδιες σκέψεις…σκέψεις που τον πονούσαν…μόνο που τώρα ήταν πιο έντονες.
Εγώ
φταίω…εγώ έφταιγα…μόνον εγώ, Μαρισόλ, μόνον εγώ…μα πώς να σε ξεχάσω;
Γονάτισε μπροστά σ’ ένα
μικρό, παλιό εικονισματάκι της Παναγίας που πάντα κουβαλούσε μαζί του κι
έκλεισε τα μάτια.
Είναι
μακρύς ο δρόμος, είναι μακρύ ετούτο το ταξίδι…συλλογίστηκε. Μονάχα εσύ γνωρίζεις την αλήθεια…μονάχα εσύ…που με ακούς δίχως να με
κρίνεις.
********
Δεν ήταν πάντα ο αδελφός
Ραφαήλ με το μονίμως θλιμμένο, έτοιμο θαρρείς να δακρύσει, βλέμμα.
Κάποτε τον έλεγαν Σπύρο.
Όλοι τον θαύμαζαν για το δυνατό μυαλό και τη «μαθηματική» σκέψη του. Δεν ήταν
τυχαίο που, έφηβος ακόμη, είχε κερδίσει τρία μετάλλια σε Ολυμπιάδες
Μαθηματικών. Τι πιο φυσικό, όχι μόνο να
σπουδάσει αυτή την επιστήμη, αλλά και να συνεχίσει τις σπουδές σε ανώτερο
επίπεδο στο εξωτερικό!
Κι ύστερα-όπως γίνεται
συνήθως!-του ήρθε διορισμός σ’ ένα νησί της Δωδεκανήσου, μικρό μα ευλογημένο.
Και το αγάπησε τούτο το νησί…κάθε γωνιά…κάθε σπιθαμή…το άρωμα των λουλουδιών
του, το βουητό του ανέμου του, τα κύματα της θάλασσάς του…
Στον τόπο εκείνο ανακάλυψε
την έφεση να γράφει στίχους…έτσι γέμιζε τετράδια ολόκληρα που όμως έμεναν
κλειδωμένα στα συρτάρια του γραφείου του.
Σ’ ένα κτίριο που πάλευε με
τη φθορά του χρόνου, προσπαθούσε, εκτός από τα μαθηματικά σύμβολα και τύπους,
να μαθαίνει στα παιδιά να τολμούν να ονειρεύονται.
Την καρδιά του όμως καμιά δεν
είχε μπορέσει να την ξεκλειδώσει. Πέρα από μια δυο σχέσεις, τον καιρό των
σπουδών του, που δεν ευόδωσαν, παρέμενε εργένης. Όταν έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας, ονειρευόταν
και περίμενε εκείνη που θα γινόταν η
μοίρα του, το άλλο του μισό. Είπαμε, εκτός από μαθηματικός, ο Σπύρος ήταν και
ποιητής. Και οι ποιητές συχνά καταφεύγουν σ’ έναν κόσμο παραμυθιού και ονείρου.
Νύχτες
γεμάτες ευωδιά από τριαντάφυλλα
Ήχοι
από κρόταλα και κιθάρα φλαμένκο
Χείλη
που σμίγουν κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο….
Πώς του’ χε έρθει αλήθεια κι
είχε γράψει αυτούς τους στίχους!
Το πεπρωμένο; Η μοίρα; Το κισμέτ, όπως λένε και στην Ανατολή;
Σ’ ένα διώροφο παλιό
αρχοντικό, λίγο πιο πέρα από το Μοναστήρι του Θεολόγου, η μοίρα του έκλεισε το
μάτι…
Κι ο Σπύρος μπλέχτηκε στα
δίχτυα του έρωτα.
Μαρισόλ την έλεγαν κι ήταν
απ’ τη Γρανάδα…! Καρπός του γάμου μιας ελληνίδας, απ’ το άγιο νησί, κι ενός
Ισπανού τραγουδιστή που είχε έλθει για συναυλία! Και τώρα το κύμα την είχε
φέρει στο παλιό, πατρικό σπίτι της μάνας της ν’ απαγκιάσει. Μετέτρεψε τον κάτω
όροφο σε ατελιέ κι εκεί περνούσε αρκετές ώρες ζωγραφίζοντας πίνακες και
κατασκευάζοντας κοσμήματα. Στον κήπο είχε φυτέψει κόκκινες τριανταφυλλιές…στο
χέρι της φορούσε ένα ασημένιο δαχτυλίδι με μια κόκκινη πέτρα σε σχήμα
τριαντάφυλλου, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ.
Λάτρευε τη μουσική της
Γρανάδας κι έτσι οι ήχοι του φλαμένκο μπλέκονταν με τον ήχο της καμπάνας του
μοναστηριού του Θεολόγου.
Ο
πόθος μου για σένα αγαπημένη
Μοιάζει
με τους απέραντους κήπους
στα παλάτια της Γρανάδας
πόθος
και πόνος μαζί….αγάπη και δάκρυ
Τώρα οι στίχοι του Σπύρου
είχαν αποδέκτη τη νεράιδα της καρδιάς του. Οι νύχτες τους γέμιζαν από άρωμα
τριαντάφυλλου, ήχους φλαμένκο, φιλιά και υποσχέσεις.
Νύχτες
γεμάτες ευωδιά από τριαντάφυλλα
Χείλη
που σμίγουν κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο…
Κυρά
της καρδιάς μου, για σένα έπιασα στα
χέρια την κιθάρα
Κυρά
της καρδιάς μου, για σένα εγώ θα τραγουδώ…
Λένε πως οι θεοί φθονούν την
ευτυχία των ανθρώπων!
(συνεχίζεται)