Γράφει η Αντωνία Αντωνά*
Όπως εκφράζουμε τα συναισθήματα μας προς τους
γονείς μας και όπως αυτοί ανταποκρίνονται, θα μας κυνηγάει για πάντα...
Ας υποθέσουμε πως η ζωή μας είναι βασισμένη σε μία
σειρά μοτίβων, κινήσεων και αντιδράσεων που έχουν τις ρίζες τους στην παιδική
μας ηλικία.
Ας υποθέσουμε ότι αν η παιδική μας ηλικία έχει
υπάρξει, με οποιονδήποτε τρόπο, δυσλειτουργική, αυτή την οικεία δυσλειτουργία
θα βαλθούμε να ψάχνουμε και στην υπόλοιπη ζωή μας.
Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι όλες αυτές οι διεργασίες
είναι υποσυνείδητες και ότι, ως εκ τούτου, βρισκόμαστε πάντα να αναρωτιόμαστε
γιατί μας τυχαίνουν όλοι οι τεμπέληδες/εγωιστές/αγενείς ή όλες οι
κακομαθημένες/άπιστες/ακοινώνητες. Αυτή λοιπόν είναι η περίληψη στο βιβλίο της
ζωής όλων μας. Ας προχωρήσουμε τώρα στην εισαγωγή. Όπως συνήθως, όλα ξεκινάνε
από την παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με όλες τις θεωρίες, ο τρόπος με τον οποίο
σχετίζεται ένα βρέφος και αργότερα ένα παιδί με τους γονείς του και οι τρόποι με
τους οποίους αυτοί ανταποκρίνονται, θα γίνουν αργότερα οι τρόποι με τους
οποίους σχετίζεται με τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Για τους πρώτους 6 μήνες της ζωής τους τα μωρά
εξαρτώνται αποκλειστικά από τους γονείς για όλες τους τις ανάγκες. Ένα μεγάλο
λάθος που κάνουν κάποιοι γονείς είναι ότι πιστεύουν πως με το να αφήσουν ένα
μωρό 3, 4 μηνών να κλαίει, αυτό θα μάθει κάποια στιγμή να είναι αυτάρκες και θα
σταματήσει να ενοχλεί.
Ένα μωρό αυτής της ηλικίας, αν αφεθεί να κλαίει,
πράγματι κάποια στιγμή θα σταματήσει, όχι όμως επειδή ξαφνικά δεν επιθυμεί ή
δεν έχει την ανάγκη που είχε όταν ξεκίνησε. Θα σταματήσει επειδή έχει λάβει ένα
μήνυμα που του λέει ότι κανένας δεν είναι εκεί για να καλύψει τις ανάγκες του.
Όταν ολόκληρος ο κόσμος του δε, είναι οι γονείς
του, αυτό μεταφράζεται σε μία απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης, το μωρό θα
αποτραβηχτεί, θα σωπάσει και οι γονείς θα το μεταφράσουν ως επιτυχημένη μέθοδο
πειθαρχίας για να μη γίνει το μωρό κακομαθημένο.
Όμως, ένα παραμελημένο παιδί, θα γίνει ένας
εξαρτητικός ενήλικας, χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό του, με ένα σκεπτικό που
λέει ‘Αφού δεν ενδιαφέρονται για μένα, μάλλον είμαι/κάνω κάτι λάθος’, και χωρίς
εμπιστοσύνη προς τους άλλους, με μία αντίστοιχη πεποίθηση που λέει ‘Η
εμπιστοσύνη μου θα προδοθεί, η ανάγκη μου δε θα καλυφθεί.’
Στην ηλικία μεταξύ 12 και 18 μηνών, ένα ασφαλές
παιδί, που νιώθει πως οι περισσότερες ανάγκες του καλύπτονται και υπάρχει μία
σταθερή και ασφαλής βάση, θα αρχίσει να εξερευνά τον κόσμο, κάνοντας όλο και
περισσότερα βήματα προς το άγνωστο, πριν επιστρέψει στην ασφάλεια της μαμάς
ή/και του μπαμπά.
Ένα παιδί όμως που δεν έχει νιώσει αυτή τη
σιγουριά, θα παραμένει πάντα κοντά στους γονείς, θα φοβάται να κοινωνικοποιηθεί
και γενικά θα αποφεύγει οποιαδήποτε εξερεύνηση μπορεί να διακινδυνεύσει την παρουσία
των γονιών του.
Και κάπως έτσι δημιουργούμε σχέσεις που είναι
λάθος για τον ψυχισμό μας, εφ’όσον οι άνθρωποι ακολουθούμε μοτίβα που έχουμε
βιώσει στη διάρκεια της ζωής μας και τα αναπαράγουμε με συνέπεια ώστε να
μπορούμε να παραμείνουμε σε αυτό που γνωρίζουμε πώς να το διαχειριστούμε, στο
οικείο.
Έτσι, μία γυναίκα που ως παιδί κακοποιείτο
σωματικά ή σεξουαλικά ή που παρατηρούσε τους γονείς να παίζουν ξύλο, θα
επιλέξει να είναι σε μία σχέση με κάποιον με τον οποίο μπορεί να επαναλάβει
αυτό το σενάριο.
Και ενώ γνωρίζω πως η λέξη ‘επιλέξει’ ίσως σας
ακούγεται παράδοξη, γιατί ποιος θα επέλεγε να είναι σε σχέση με κάποιον που τον
χτυπάει ή τον προσβάλλει, τη χρησιμοποιώ γιατί ο μηχανισμός επιλογής λειτουργεί
ασυνείδητα και έτσι γίνεται σχεδόν μία ανάγκη.
Οι ανάγκες είναι, στο συγκεκριμένο παράδειγμα,
συνήθως δύο: Αφ’ ενός, πρέπει να επιλέξω να είμαι σε μία κατάσταση που γνωρίζω
και άρα μπορώ να τη διαχειριστώ. Δεύτερον, είμαι σίγουρη ότι δεν αξίζω, γιατί
αν άξιζα δε θα με έδερναν οι γονείς μου.
Εφ’ όσον δεν αξίζω, σίγουρα δε θα μπορέσω να κάνω
μία όμορφη, υγιή σχέση οπότε δε χρειάζεται καν να το προσπαθήσω. Είναι μία
ακριβής αναπαραγωγή του οικογενειακού περιβάλλοντος και των δυσλειτουργιών του
και χωρίς κάποια βοήθεια, είναι δύσκολο να απεμπλακεί κάποιος.
Ο τρόπος με τον οποίο έχουμε μάθει να εκφράζουμε
τα συναισθήματα μας προς τους γονείς μας και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί
ανταποκρίνονται, επίσης θα μας κυνηγάει για πάντα – ή τουλάχιστον για όσο καιρό
αρνούμαστε να μπούμε σε θεραπεία!
Αν οι γονείς μας, μας έμαθαν ότι ο θυμός μας δεν
είναι αποδεκτός, με το να μας αγνοούν ή να μας τιμωρούν για αυτόν, εμείς θα
περάσουμε τη ζωή μας, όχι χωρίς να βιώνουμε θυμό (κάτι τέτοιο είναι αδύνατο)
αλλά βιώνοντας τον παθητικά-επιθετικά.
Αυτό θα μεταφραστεί σε αντιδράσεις λίγο πολύ
γνωστές σε όλους μας, δηλαδή παρακράτηση σεξουαλικών επαφών (η αγαπημένη
τιμωρία των γυναικών) ή ανεπάρκεια σε δουλειές του σπιτιού ή λοιπές υποχρεώσεις
(η αγαπημένη τιμωρία των ανδρών) μέχρι να γίνει μία έκρηξη από τη μία ή και τις
2 πλευρές.
Δυστυχώς όμως, όταν φτάσει το ζευγάρι στο σημείο
της έκρηξης, είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούν να διασωθούν.
Χρήσιμο είναι λοιπόν να προλαμβάνουμε τέτοιες
καταστάσεις, είτε με συζητήσεις με το/τη σύντροφό μας, είτε, αν αυτές φαίνονται
αδιέξοδες, με τη βοήθεια ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας…
*Σύμβουλος Ψυχικής υγείας και Συνθετική
Ψυχοθεραπεύτρια
(singleparent)