Ο ήλιος γέρνει στη δύση του. Κι εγώ,
μόνη, κοιτάζω...
το λευκό μάρμαρο που κρύβει στην αγκαλιά του εσένα, που υπήρξες
έρωτας και τύραννός μου μαζί.
Με
αργές κινήσεις ξετυλίγω απ’ το λαιμό μου το μαύρο εκείνο φουλάρι με τα κόκκινα
τριαντάφυλλα και με αργές κινήσεις αρχίζω να το κόβω σε λωρίδες.
«Ένα
για σένα… ένα για μένα… ένα για μας…», επαναλαμβάνω.
Καημενούλα
μου τι κακό που σε βρήκε! ψεύτικα τα λόγια της παρηγοριάς και δεν τα θέλω.
Μπροστά
μου “βλέπω” ξανά το χαμόγελό σου, τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση στο βλέμμα
σου… σαν ταινία περνούν από μπροστά μου οι ατέλειωτες ώρες μοναξιάς.
Τότε
που περίμενα ν’ ακούσω το κλειδί σου στην πόρτα…
Τότε
που περίμενα μια τρυφερή κουβέντα, ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα φιλί …
Μα
έπεφτα πάνω σε τοίχο!
Δίχως
εμένα πώς θα ζήσεις; Εγώ κυλώ μέσα στο αίμα σου…! πόσο αλαζόνας υπήρξες, καλέ
μου.
Δεν
έχεις ζωή… δεν έχεις ζωή χωρίς εμένα!
Αχ,
αυτά σου τα λόγια!.
«
Πόσο λάθος κάνεις!», φωνάζω δυνατά μέσα στην ηρεμία του δειλινού. «Γιατί… γιατί
εγώ, μάτια μου, θα ζήσω κόντρα σε ταμπέλες κι ετικέτες με συντροφιά έναν άνεμο
αλήτη… χρώμα στη ζωή μου θα βάλω… όπως εγώ ονειρεύτηκα θα ζήσω…»
Όταν
μεσιάνει η νύχτα, μόνο τότε θα λύσω τη σιωπή, γεμίζοντας ετούτα εδώ τα φύλλα με
της ψυχής το αίμα, συμπληρώνω μέσα μου.
Copyright,
Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017