Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Κωνσταντή μου…



Ο ήχος των πιάτων που ακουμπούσαν μέσα στον ανοξείδωτο...
νεροχύτη έκαναν τις δυο γυναίκες να ξεφύγουν λίγο από τις σκέψεις τους. Η πόρτα της εξόδου έκλεισε με δύναμη, σκούπισαν τα χέρια τους γρήγορα – γρήγορα και έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Ο Κωνσταντής δεν ήταν πουθενά.
Ο πατέρας του λαγοκοιμόταν στον καναπέ του σαλονιού. Ήταν λίγη ώρα πριν η Βιολέτα φύγει για την Λευκάδα. Το ταξίδι της ήταν κανονισμένο τις δώδεκα τα μεσάνυχτα.
-Παναγία μου το παιδί… Είπε η μητέρα του.
-Μα που πήγε είναι θεοσκότεινα έξω…
-Μας άκουσε να μιλάμε ίσως;
-Και να μας άκουγε τι είπαμε που τον τάραξε;
Η πόρτα έχασκε ανοιχτή έξω η σκοτεινιά είχε καλύψει τα πάντα. Ο πατέρας κοιμόταν ακόμα σαν να μην είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Η Βιολέτα τον πλησίασε και τον σκούντησε με δύναμη.
-Σήκω! Του φώναξε. Σήκω το παιδί βγήκε μόνο του έξω!!
Ο άντρας σηκώθηκε ταραγμένος από τις φωνές και την δήλωση της αδερφής τους.
-Πάμε να τον βρούμε τι κάθεστε. Είπε στις γυναίκες που τον κοιτούσαν ανέκφραστες.
-Ντύσου ντε, Παναγία μου είμαστε τόση ώρα εδώ και μιλάμε και δεν έχουμε σκεφτεί που θα μπορούσε να έχει φτάσει τώρα μικρό παιδί. Για όνομα του Θεού σηκωθείτε και οι δυο δεν μπορώ επιτέλους να σας βλέπω το παιδί μου είναι μόνο του εκεί έξω σας παρακαλώ κάνετε γρήγορα! Φώναξε ξανά η μητέρα του Κωνσταντή.
Λίγα λεπτά αργότερα βγήκαν όλοι έξω να βρουν το μικρό παιδί. Η ώρα ήταν περασμένη και δεν για κανέναν λόγο δεν θα έπρεπε να βρίσκεται ένα παιδί μόνο του στον δρόμο.
Προχώρησαν στα γύρω στενά, κάποια στιγμή χωριστήκαν, η Βιολέτα δίχως πολύ σκέψη πήρε τον δρόμο για το πάρκο που κάθονταν πριν αρκετή ώρα. Ήταν η μόνη της ελπίδα.
Περπατούσε μέσα στο σκοτεινό πάρκο και ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν αυτό των ξερών φύλων που έσπαγαν κάτω από τα πόδια της. Η ανάσα της είχε βαρύνει και προσπαθούσε να εμποδίσει έναν λυγμό να ξεχειλίσει.
«Πρέπει να σε βρω αντράκο μου», σκέφτηκε και ο λυγμός που λίγο πριν κρατούσε με δυσκολία την έπνιξε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ένιωσε τύψεις που του έδειχνε τόσο πολύ την αδυναμία της. Τα μάγουλα της είχαν γίνει μούσκεμα από τα δάκρυα και τα μάτια της είχαν πια θολώσει. Έφτασε εκεί που κάθονταν μαζί και τον κρατούσε αγκαλιά. Ξαφνικά κάτω από το παγκάκι διέκρινε μια φιγούρα κουλουριασμένη.
Πλησίασε…

Συνεχίζεται…

Της συγγραφέως Κατερίνας Κονίτσα Σωπύλη