Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Μπορώ να είμαι γυναίκα καριέρας και μητέρα;



Κάπου στη μέση του δρόμου της ζωής μου κι έπειτα...
από πολύ κόπο, ήρθε η πολυπόθητη προαγωγή. Έγινα πλέον διευθύντρια. Πήρα τη θέση που πάντα ονειρευόμουν, έπειτα από δώδεκα ολόκληρα χρόνια στην ίδια εταιρεία!
Είχα φτάσει επιτέλους τον στόχο μου! Πετούσα απʾ τη χαρά μου και προσπαθούσα να είμαι όλο και καλύτερη ώστε να αποδείξω πως την άξιζα αυτή τη θέση. Πως δικαίως μου την έδωσαν.
Όμως, δυστυχώς, η χαρά, δεν κράτησε πολύ. Σύντομα τη θέση της πήρε η απίστευτη κούραση. Είχα, βλέπεις, πλέον γίνει και μητέρα. Ανέλαβα πολύ μεγαλύτερο φόρτο εργασίας μʾ αποτέλεσμα να γυρίζω στο σπίτι εξουθενωμένη. Να πιέζομαι προσπαθώντας να προλάβω να μαγειρέψω για το πρωί, να πλύνω, να σιδερώσω και να καθαρίσω το σπίτι.
Ξεκίνησα να έχω νεύρα και να φωνάζω στα παιδιά, μην έχοντας κουράγιο νʾ αντέξω τις γκρίνιες και τα παράπονά τους. Εκείνες τις γκρίνιες και τα παράπονα που εκλιπαρούσαν για αγάπη, για ενδιαφέρον, για μια στοργική αγκαλιά από εκείνες που κάνουν οι μαμάδες. Όμως, τελικά, την ίδια αγάπη και αγκαλιά ένιωθα πως είχα ανάγκη και εγώ. Είναι πολύ δύσκολο τελικά να είσαι γυναίκα-καριέρας και μητέρα!
Αποφάσισα όμως να αφήσω το πρόβλημα και κοίταξα απʾ την άλλη. Η ζωή συνεχιζόταν και έτρεχε με τρελούς ρυθμούς. Η δουλειά ατελείωτη, ο προσωπικός μου χρόνος μηδαμινός κι ο χρόνος για τα παιδιά ακόμη λιγότερος. Έπεφτα στο κρεβάτι το βράδυ και λιποθυμούσα.
Ήταν 2:30 τα ξημερώματα όταν η μικρή μου ξύπνησε κλαίγοντας. Ψηνόταν στον πυρετό και έκλαιγε ασταμάτητα φωνάζοντας «μανούλα, πες μου πως δε θα πας για δουλειά το πρωί. Πες μου πως θα μείνεις μαζί μου. Είμαι άρρωστη! Αλήθεια σου λέω, είμαι άρρωστη!»
Ένιωσα τις τύψεις να με καταπλακώνουν και τόσο έντονη την ανάγκη του παιδιού μου για την παρουσία μου. Πόσο της είχα λείψει! Όλη την νύχτα την κρατούσα στην αγκαλιά μου και σκεφτόμουν πόσο καιρό είχα να το κάνω αυτό. Να την πάρω μια πραγματική αγκαλιά. Να παίξουμε μαμά και μωρό όπως κάναμε παλιά!
“Πόσο είχα απομακρυνθεί απʾ την οικογένειά μου και πόσο ξένη ένιωθα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι…”
Αποφάσισα να μην πάω για δουλειά το πρωί, οπότε είχα τον χρόνο να δω τον γιο μου να προσπαθεί να φτιάξει με ζελέ το μαλλί του και να κοιτάζεται τουλάχιστον πέντε λεπτά στον καθρέφτη. Μα καλά τι κάνει; Γαμπρίζει; Πώς δεν το είχα προσέξει αυτό;
Πολύ σύντομα τον πλησίασα και έμαθα πως είχε αρχίσει να του αρέσει ένα κοριτσάκι στο σχολείο. Η αρχή είχε γίνει. Σήμερα το κοριτσάκι που του αρέσει, αύριο μια εκδήλωση στην οποία δε θα είμαι, μεθαύριο ο συμμαθητής του που τον παρενοχλεί, αργότερα ο φίλος που θα του προτείνει το τσιγάρο κι εγώ σίγουρα δεν θα είμαι εκεί.
Θα είμαι απούσα από όλα αυτά. Και ναι, σίγουρα δε θα μπορώ να είμαι πάντα εκεί. Αυτό που μπορώ, όμως, να κάνω είναι να γεμίσω το παιδί μου με εμένα, ώστε να είμαι πάντα μέσα του, χωρίς να χρειάζεται να είμαι συνέχεια δίπλα του. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω έναν τρόπο για να κερδίσω τον χαμένο χρόνο. Για  να νιώσω πιο κοντά τους. Να σιγουρευτώ πως δε μεγαλώνουν κι εγώ χάνω τη ζωή τους μέσα απʾ τα χέρια μου. Πως δε συμβαίνουν πράγματα στην καθημερινότητά τους απʾ τα οποία είμαι απʾ έξω.
Με πολύ κόπο τα καταφέρνω καλά στη δουλειά, τα καταφέρνω επίσης καλά και με το σπίτι. Το κρατάω πάντα καθαρό και τους έχω πάντα καθαρά ρούχα και φαγητό στο τραπέζι, παρόλο το τρέξιμό μου.
Άραγε, όμως, την ψυχή τους την κρατάω γεμάτη;
Κάνοντας, λοιπόν, στον εαυτό μου τη συγκεκριμένη ερώτηση, συνειδητοποίησα πως είχα ξεφύγει. Πως είχα χάσει τον δρόμο μου και είχα φτάσει να γίνω ένα με τη μάζα. Χάθηκα κι εγώ μέσα στο ατέρμονο κυνήγι των υλικών αγαθών κι άφησα ακάλυπτη την ψυχή των παιδιών μου. Τους κάλυψα ό,τι υλικό και σωματικό, και άφησα ακάλυπτη την ψυχούλα τους.
Άφησα το συναίσθημα απʾ έξω. Φρόντισα μόνο τα επιφανειακά και ξέχασα τη βαθύτερη και σημαντικότερη ανάγκη τους για αγάπη, κατανόηση, αποδοχή, νοιάξιμο και σεβασμό.
Είναι αλήθεια πως χρειαζόμαστε λεφτά για να ζήσουμε. Πως οι υποχρεώσεις κι οι ανάγκες τους είναι μεγάλες, όπως κι οι προσωπικές μου ανάγκες. Όμως, μεγαλύτερες και σημαντικότερες είναι οι συναισθηματικές ανάγκες τους. Οι ανάγκες των παιδιών που συνειδητά έφερα στη ζωή, με την υπόσχεση να μεγαλώσω και να φροντίσω σωστά.
Έτσι κάθισα και τα ξεχώρισα…
Ανασυγκρότηση! Ναι, θα δουλεύω σκληρά όλη την εβδομάδα και φυσικά θα γυρίζω κι αργά στο σπίτι μερικές φορές, αλλά θα υπάρχει και μια μέρα που θα είναι δική μας. Εμένα και των παιδιών μου μόνο!
Καθιέρωσα λοιπόν την Κυριακή μας. Αυτή την Κυριακή που πιστεύω θα θυμούνται για την υπόλοιπη ζωή τους, και πιθανόν να αφιερώσουν και εκείνα στα δικά τους παιδιά, όταν γίνουν γονείς. Αυτή την Κυριακή που η ψυχή τους θα γεμίζει από αγάπη, στοργή και μανούλα. Που θα δενόμαστε σαν οικογένεια με ισχυρούς δεσμούς αγάπης κατανόησης και σεβασμού.
Και έτσι ξεκινήσαμε. Την πρώτη Κυριακή, πήγαμε για πικ-νικ, στο πάρκο.
Σαν τρελά έκαναν. Η μικρή πηδούσε σαν κατσικάκι και φώναζε: «Είμαι ευτυχισμένη μανούλα. Θέλω να μείνουμε εδώ ως το βράδυ».
Έβλεπα τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και την ψυχούλα της γεμάτη. Την έβλεπα να προσπαθεί μια ώρα να φτιάξει ένα σπιτάκι με χόρτο και χώμα, χωρίς στιγμή νʾ απογοητεύεται και να τα παρατάει, όταν το απαλό αεράκι της διέλυε τα χορταράκια της.
Μέσα απʾ αυτό, είδα τη διαφορά μας. Την είδα να προσπαθεί τόσο για κάτι που ήθελε, σʾ αντίθεση με εμάς τους μεγάλους που στην πρώτη προσπάθεια τα παρατάμε και πέφτουμε.
Μετά σκέφτηκα όλες τις φορές που μου ζήτησε κάτι και εγώ της έλεγα «όχι» και εκείνη επέμενε και επέμενε. Τελικά το πείσμα της, της έκανε καλό στην προσωπικότητά της.
Είδα τον γιο μου να κυνηγάει έντομα και να έρχεται ανά πέντε λεπτά, να μου εξηγήσει πώς λέγεται το κάθε έντομο, τον χρόνο ζωής του και το πώς αναπαράγεται. Πόσα πραγματικά ξέρει το παιδί μου για τα έντομα και εγώ δεν είχα ιδέα πως εκείνο το βιβλίο που του είχα αγοράσει δυο χρόνια πριν, είχε λιώσει στα χέρια του από το διάβασμα. Εγώ, όμως, δεν τον είχα δει ποτέ να το διαβάζει!
Έπειτα ήρθε, μʾ αγκάλιασε και μʾ ευχαρίστησε. Τα είχε ξεχάσει όλα. Και τα παράπονα που μου έκανε τόσο καιρό, και τους καβγάδες και τις άπειρες διενέξεις μας για διάβασμα. Όλα είχαν γίνει ένα τίποτα, θαμμένο βαθιά κάτω από τις όμορφες στιγμές που ζούσαμε εκεί μαζί.
Πόσα πράγματα μου έμαθαν τα παιδιά μου σε μια μέρα!
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε στο μουσείο Δεινοσαύρων, μετά στο μουσείο συναισθημάτων, στη θάλασσα για ψάρεμα, στο σινεμά, στο Λούνα Παρκ και συνεχίζουμε.
Έτσι σιγά σιγά, βλέποντας την ικανοποίηση στα ζεστά τους μικρά ματάκια, άρχισε να γεμίζει και η δική μου καρδιά. Τα έβλεπα να νιώθουν σημαντικά μέρα με τη μέρα, να κερδίζουν αυτοπεποίθηση και να λειτουργούν διαφορετικά. Και όλα αυτά, μόνο και μόνο επειδή τα άκουγα. Επειδή τα κοίταζα στα μάτια, έκανα σχέδια μαζί τους και τους αφιέρωνα χρόνο, όπως ακριβώς κάνουμε όλοι για κάτι που αγαπάμε.
Τα λίγα βράδια που τελείωνα νωρίτερα προσπαθούσα να τους αφιερώνω έστω και ελάχιστο χρόνο. Διαβάζαμε παραμύθια, συζητούσαμε στο κρεβάτι λίγο πριν τον ύπνο και κάπου εκεί ανάμεσα διακόπταμε για μια αγκαλιά ή για ένα ρουφηχτό φιλί στα μούτρα.
Πλέον δεν έχω τύψεις. Είμαι καλύτερα και είναι και εκείνα. Το νιώθω. Είναι δύσκολη η ζωή μου. Αρκετά δύσκολη. Παλεύω με πολύ κόπο να είμαι σωστή μητέρα, επαγγελματίας, σύντροφος, φίλη, νοικοκυρά και ότι άλλο. Δεν υπάρχει, όμως, κάτι πιο σημαντικό από τα μικρά μου. Αυτά τα μικρά που με κόπο γέννησα και μεγαλώνω.
Και όταν τελικά θα έρθει η στιγμή να παραδώσω αυτά τα μικρά πλασματάκια στην κοινωνία, θα ξέρω πως μπορεί να μην ήμουν η τέλεια μητέρα και πως, ίσως, δεν έκανα τα πάντα τέλεια.
Θα ξέρω όμως πως ήμουν εκεί και προσπάθησα. Πως έκανα ότι καλύτερο μπορούσα. Πως στάθηκα δίπλα τους, τα άκουσα, τα αγκάλιασα, τα χάιδεψα και προσπάθησα πολύ να ακουμπήσω την ψυχή τους.
Τότε και η δική μου ψυχή θα είναι γεμάτη!

Γράφει η Ανδριάννα Γεροντή –  Συστημική και Εναλλακτική Θεραπεύτρια του ΚΕ.ΘΕ.ΣΥ (Ανασυνδιασμένη Ψυχοθεραπεία).