Τελικά φθάσαμε στο τελευταίο Σαββατοκύριακο...
των Απόκρεων και να πω
την αλήθεια, χαμπάρι δεν πήρα…
Δεν συμπαθώ και τις απόκριες… λένε ότι εμείς οι ηθοποιοί δεν τις αγαπάμε
λόγω του ότι μεταμφιεζόμαστε συνέχεια και παίζουμε ρόλους.
Αλλά εγώ από κοριτσάκι δεν τις ήθελα! Παρόλα αυτά όμως, μού αρέσουν
οι ιστορίες πού λένε οι παλιοί για τις απόκριες και ειδικά όταν περιέχουν μέσα
έρωτα. Αχ έρωτα...
Έτσι λοιπόν προχθές πού πήγα για καφέ σε μια φίλη ήταν εκεί ή
γιαγιά της πού αποφάσισε να μας διηγηθεί μια τέτοια ιστορία…
«Πού λέτε κορίτσια εμείς τις γιορτάζαμε πολύ τις απόκριες. Όλες τις
Κυριακές στηνόταν γλέντι και χορός αλλά το μεγάλο φαγοπότι γινόταν το τελευταίο
Σαββατοκύριακο με το γαϊτανάκι και φυσικά έκλεινε με την Καθαρά Δευτέρα, με το πλύσιμο των ρούχων στο ποτάμι και με
πολύ χορό. Ήμουν δεν ήμουν 15-16 χρόνων και όλη την εβδομάδα έραβα κρυφά την
στολή μου για να εντυπωσιάσω και τούς έλεγα: Η Αφροδίτη θα βγει πρώτη με την πιο
ωραία στολή. Εγώ ήμουν η Αφροδίτη», μας είπε πονηρά η γιαγιά, λές και δεν το
ξέραμε
«Λοιπόν κυρία Αφροδίτη συνεχίστε…», είπα γεμάτη περιέργεια να
ακούσω
«Λοιπόν ήθελα να’ μαι πολύ ωραία γιατί ήδη είχα δεί τον νεαρό
χωροφύλακα πού είχε έρθει στο χωριό και τρελάθηκα…»
«Ορίστε? Τί λές γιαγιά…», της είπε η φίλη μου
«Σώπα καλέ ν’ ακούσουμε…»
Ήπιε μια γουλιά τσιπουράκι η γιαγιά και την είδαμε να ξαναγίνεται το
15χρονο κοριτσάκι πού της άρεσε ο νεαρός
«Την Κυριακή στο γλέντι ήμουν η πιο εντυπωσιακή, η πιο λαμπερή. Βλέπεις
είχα κάνει μια στολή νεράιδας πού είχα δεί σ’ ένα βιβλίο, ίδια ήτανε… Όλοι
λέγαν τα καλύτερα στον μπαμπά μου, που ήταν ο δάσκαλος του χωριού και καμάρωνε σαν
γύφτικο σκαρπίνι και δώστου χορό εγώ και να το γαϊτανάκι. Όλα τ’ αγόρια του
χωριού με ανοιχτό το στόμα, αλλά εγώ... όλο τον νεαρό χωροφύλακα κοιτούσα.
Θανάση τον λέγαν…»
«Μα τον παππού...»
«Άσε με να τελειώσω! Αμάν πια σαν την μάννα σου και εσύ πετάγεσαι…
Λοιπόν πού έμεινα? Α, ναι χορό εγώ και όλο το μάτι μου εκεί, κατακόκκινος ο
Θανάσης και να τα γελάκια με τις ξαδέλφες και τα ψουψου, κατάκοπη πήγα σπίτι
και ξερή έπεσα για ύπνο, τόσο μα τόσο ευτυχισμένη. Βέβαια, απλά κοιταζόμασταν και
ήταν σαν να γνωριζόμασταν από πάντα και το αύριο είχε το καλό... με το πού
ξυπνήσαμε να πάμε στο ποτάμι για την πλύση μού’ πε ο πατέρας μου…
«Έλα κάτσε εδώ να σε ρωτήσω κάτι…»
«Τί μπαμπά μου?»
«Θα σκεφτόσουν να παντρευτείς, γιατί είσαι και μικρή...»
«Τί λές μπαμπά? Πώς?»
«Ε, να κάποιος σε ζήτησε χθές και αν θές και εσύ...»
«Ποιός καλέ? Τί μού λές?»
«Μην τρομάζεις παιδάκι μου και αν δεν θές, ούτε κουβέντα. Αλλά μού
φάνηκε καλό παιδί ό νέος χωροφύλακας και...»
«Μην συνεχίζεις… η απάντηση είναι ναίιιιιιιι…. Κατάλαβες τώρα κυρία
βιαστική? Για τον παππού σου λέω…»
«Α, αυτά λέτε κάθε Καθαρά Δευτέρα έτσι?»
«Τί υπέροχη ιστορία… ευχαριστούμε κυρία Αφροδίτη και εύχομαι ένα
τρελό τελευταίο ΣΚ και καλά κούλουμα και του χρόνου για όλους μας! Ας πιούμε
ένα τσίπουρο στην υγειά τους!»