Καθισμένη στη βάρκα που ήταν δεμένη στο μουράγιο, αγνάντευε...
αμίλητη τον ορίζοντα. Ήταν σίγουρη πως ο βράχος έκρυβε την παρουσία της-άλλωστε
ήθελε να είναι μόνη τέτοιες ώρες!-όταν άκουσε το θόρυβο που έκανε το νερό, σαν
έμπαινε κάποιος στη θάλασσα. Ένα χέρι ακούμπησε απαλά στα μαλλιά της.
«Θα κρυώσεις, μικρή μου!»
Άλλες φορές θα γελούσε και θα έκανε πως θυμώνει, τώρα όμως
κούνησε το κεφάλι θλιμμένα.
Ο Λιάκος μπήκε στη βάρκα και κάθισε δίπλα της.
«Θαρρείς πως ήταν δύσκολο δα να σε βρω! Σε ξέρω τόσο καλά
πια, μικρούλα μου!», είπε, τονίζοντας την τελευταία λέξη.
Πόσο ήθελε να τη δει να του λέει ξανά μα δεν είμαι μικρή!!! και να του δίνει εκείνο το απαλό μπατσάκι που
σαν χάδι το δεχόταν στο μάγουλό του.
Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της Ελίζας κι έπεσε πάνω στο
μπράτσο του...ύστερα κι άλλο…κι άλλο…! Μια κλαμένη βροχή το βλέμμα της…
Τύλιξε τα χέρια του προστατευτικά γύρω της. Εκείνη έκρυψε το
πρόσωπο στο στήθος του και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Ορφάνεψα….», είπε με
σπασμένη φωνή. «Η μάνα μου, σαν να μην την έχω….σαν να μην την είχα…»
Ω ναι, η Σιλβί κλεινόταν στο δωμάτιο της και χόρευε με τα μάτια
κλειστά σιγομουρμουρίζοντας τις αγαπημένες μελωδίες του Λέοντα. Όσο για το
πιάνο, είχε παραμείνει μόνο του, ξεχασμένο
στο μεγάλο σαλόνι. Με τι κουράγιο πια να ακουμπήσει τα πλήκτρα του η
Ελίζα; Της θύμιζε το κακό που έγινε! Μοναχά η Σιλβί κατέφευγε σ’ αυτό για
παρηγοριά.
«Κλάψε,
ψυχή μου, να ξαλαφρώσεις!» της ψιθύρισε ο Λιάκος.
Κλάψε φεγγάρι μου κι άσε με να πάρω τα
δάκρυά σου μέσα μου φυλαχτό! συλλογίστηκε.
Αχ,
τα λόγια εκείνα που έμεναν στη σιωπή κλειδωμένα.
«Μη μ’ αφήσεις κι εσύ….!» την άκουσε ή του φάνηκε πως την
άκουσε να λέει.
«Μη φύγεις, μη μ’
αφήσεις!» μια
φωνή από τα παλιά αντήχησε μέσα του.
«Εγώ;;; ποτέ….ποτέ…ποτέ!» είπε δυνατά.
Αυθόρμητα φίλησε τα δακρυσμένα της μάτια. Τα χείλη της
ανοιγόκλεισαν, τον κοίταξε με βλέμμα θολό σαν να του ‘λεγε αγκάλιασέ με…!!! Το φιλί κατέβηκε στη μύτη της, στην άκρη των
χειλιών της…η Ελίζα σφίχτηκε επάνω του πιο πολύ σαν να του ‘λεγε έλα, λοιπόν, αγάπα με.!
Προχώρησε στη βάση του λαιμού της κι έμεινε εκεί για λίγο,
μετά στη σχισμή του στήθους της.
Η ανάσα της άρχισε να γίνεται κοφτή, ενώ στα μάγουλά της
εμφανίστηκαν μικρές σταγόνες ιδρώτα ανακατεμένες με δάκρυα.
Της ξεκούμπωσε με αργές κινήσεις το φόρεμα. Τα χείλη του
περπάτησαν στους ώμους της, στα στήθη της, στην κοιλιά της.
«Ψυχή μου!» ψιθύρισε στο αυτί της, δαγκώνοντάς το ελαφρά. «Μάτια
μου όμορφα, φεγγαρένια….».
Τη φιλούσε λαίμαργα σε όλο της το κορμί. Η Ελίζα τον έκλεισε
στην αγκαλιά της, έσυρε τα χέρια της στους γοφούς και στην πλάτη του και τον
δέχτηκε μέσα της να την κάψει σαν λάβα από φωτιά…να τη δροσίσει σαν κύμα
θαλασσινό.
Εκείνη τη νύχτα ο έρωτας χόρευε βαλς επάνω στα κύματα.
«Αγάπα με», είπε ξέπνοα, σφίγγοντάς τον επάνω της.
«Καρδιά μου, αχ, καρδιά μου, αχ!» τα λόγια του ανακατεύτηκαν
με τον αναστεναγμό της και την καυτή της ανάσα.
Και τη στιγμή που κι οι δυο άρχισαν να απογειώνονται πάνω από
το απέραντο γαλάζιο, ένα όνομα ανέβηκε στα χείλη του, ψίθυρος στην αρχή και
μετά κραυγή.
«Βιολέτα μουυυυυυυ!»
***
Χάθηκε η εικόνα από τα
μάτια της.
Ξαφνικά, ακούστηκε μία δυνατή βροντή και μία λάμψη έσκισε στα
δύο τον ουρανό, φωτίζοντας έντονα το δωμάτιο.
Πλησίασε τον καθρέφτη. Για άλλη μια φορά της φάνηκε ότι της
χαμογελούσε ειρωνικά.
Αντέχεις; μια φωνή μέσα της.
«Ω ναι…ναι αντέχω!» φώναξε δυνατά.
Εκείνη τη νύχτα
άρχισαν όλα…άλλαξαν όλα….!!!!! Αν…αν ήξερες πόσο με χάραξες…τότε…!!!
(Συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017