Το
φαγητό ήταν τέλειο. Η ζεστή ατμόσφαιρα του μαγαζιού τους...
έκανε να έρθουν ακόμα
πιο κοντά. Η Στέφη αφέθηκε και μίλησε ανοιχτά στον Πιέρο.
Ποια ήταν και γιατί πήγαινε στα Κύθηρα. Του μίλησε για την ντροπή που ένιωσε
σαν είδε τον αγαπημένο της με άλλη. Για τον πόνο που ένιωσε , για τις ημέρες
που πέρασαν και ο χρόνος ήταν εχθρός της και όχι σύμμαχος της.
Ο
νεαρός άντρας την άκουγε δίχως να την διακόψει, ήταν φανερό πως είχε ανάγκη να
μιλήσει. Είχε όμως μια απορία και ήταν σε αναμονή για να την ρωτήσει.
-Τώρα
όλα θα αλλάξουν Στεφανία μου. Θα δεις… Της είπε γλυκά. Εκείνη τον κοίταξε και
τα μάτια της γέμισαν από εκείνον. Ήταν λες και ζούσε σε όνειρο. Ήταν λες και η
ζωή της είχε χαμογελάσει. Δεν ήθελε να τελειώσει το όνειρο. Ήθελε να μείνουν
εκεί σε αυτό το τραπέζι για πάντα.
-Δεν
ήταν τυχαίο που συναντηθήκαμε Πιέρο, του είπε χαμηλόφωνα.
-Ναι
αυτό θεωρώ και εγώ. Να σε ρωτήσω κάτι μου επιτρέπεις;
-Βεβαίως,
ότι θέλεις.
-Ο
πατέρας σου εδώ μεγάλωσε;
-Σχεδόν.
Λίγο εδώ και λίγο στον Βόλο. Εκεί εργαζόταν ο παππούς μου αλλά ερωτεύτηκε την
γιαγιά που ήταν από εδώ και έτσι σαν
βρήκαν την ευκαιρία γύρισαν εδώ. Οι αναμνήσεις του μπαμπά μου από τον Βόλο είναι
μηδαμινές, τα πάντα τα έκανε εδώ.
-Είχε
γνωριμίες εδώ; Κυκλοφορούσε; Μου κάνει εντύπωση το ότι δεν γνωρίζω καν το
όνομα. Αλλά ο παππούλης εδώ τους γνώριζε.
-Ε,
ρώτα να μάθεις, εγώ δεν ξέρω πολλά. Ήταν το αγαπημένο μέρος του μπαμπά μου και
έπειτα τα δικό μου…
-Τότε
με την βάρκα τι είχε συμβεί, γιατί την πούλησε; Δεν ξέρεις;
-Αυτό
που ξέρω κύριε Πιέρο είναι ότι νιώθω όμορφα να χαλάσω την στιγμή με άσχημες
αναμνήσεις. Σήκω να πάμε μια βόλτα στον Πύργο πριν κλείσει, άσε τα παλιά για
τους παλιούς και έλα να δημιουργήσουμε δικές μας αναμνήσεις… Εκτός αν εάν δεν
θες…
Συνεχίζεται…
Της συγγραφέως Κατερίνας
Κονίτσα Σωπύλη