Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Η αναγνώριση


Αγκαλιασμένοι έμειναν εκεί, για αρκετή ώρα. Ήταν λες...
και ο χρόνος πια δεν είχε κανένα νόημα. Ένιωθαν τις καρδιές τους να χτυπούν στον ίδιο τόνο και οι ανάσες τους ενώθηκαν. Όλα είχαν χαθεί στο μυαλό της Στέφης ενώ ο Πιέρος ήλπιζε.  Στο μυαλό του γυρόφερνε η σκέψη πως από κάθε καταστροφή , μικρή ή ακόμα και μεγάλη βγαίνει πάντα κάτι καλύτερο. Το κρύο δυνάμωνε και η Στέφη δεν είχε μαζί της ρούχα, μιας και ταξίδευαν για τα Κύθηρα με το πλοίο της γραμμής. Γραπωμένη από την αγκαλιά του νεαρού άντρα δεν ήθελε να κάνει βήμα αλλά ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, αλλιώς θα πάγωναν.
Ο Πιέρος την προέτρεψε με ένα άγγιγμα να προχωρήσουν. Της έπιασε το χέρι και με αργά βήματα περπάτησαν αφήνοντας το εκκλησάκι του Αγίου Πέτρου στο έλεος του ανέμου. Το Γύθειο την ώρα εκείνη ήταν σαν να κοιμόταν, δεν έβλεπες στον δρόμο ψυχή ενώ το λιμάνι που πριν λίγες ώρες έσφυζε από κόσμο –προφανώς λόγω του πλοίου- τώρα ήταν έρημο. Το ταβερνάκι στην αρχή του νησιού ήταν πάντα ανοιχτό για αυτούς που ήθελαν να πιούν και να φάνε κάτι ζεστό. Έφτασαν στην πόρτα του και καθώς την άνοιξαν  ένα κύμα ζεστού αέρα αγκάλιασε τα κορμιά τους. Τα υγρά από το κλάμα μάτια της Στέφης ζέσταναν και εκείνα και το βλέμμα της έγινε πιο καθαρό, πιο ήρεμο.
-Καλώς τα παιδιά! Ακούστηκε μια γέρικη φωνή από το βάθος του μαγαζιού.
-Καλησπέρα μπάρμπα Λάμπρο απάντησε ο Πιέρος, τι καλό έχεις σήμερα ;
-Κοπιάστε κορώνα μου, κρεατόσουπα έχω καμωμένη για σήμερα.  Ότι θα τρώγαμε με την εγγόνα μου την Βασιλική, αν θέλετε μας κάνετε παρέα. Ο κόσμος τέτοια ώρα είναι κλεισμένος στα σπίτια του, δεν έχει κόσμο τέτοια ώρα το μαγαζί.
-Θα μας βάλεις δυο περιποιημένες  μερίδες και αν δεν σου κάνει κόπο θα μας φτιάξεις και λίγες τραβηχτές το κορίτσι μου δεν θα έχει σίγουρα δοκιμάσει…
-Κανένας κόπος κορώνα μου. Έχω έτοιμο ζυμαράκι.  Να φτιάξω τέσσερις να τηγανίσω; Μα δεν μου λες; Διέκοψε αυτό που ήθελε να πει και πλησίασε την Στέφη.  Εσύ κορώνα μου δεν είσαι η εγγόνα της  Σσεφανίας της Παντέλενας;
Η Στέφη τρόμαξε, νόμιζε ότι κανένας δεν θα την θυμόταν, η γιαγιά της είχε πεθάνει χρόνια τώρα.
-Ναι, εγώ είμαι…
-Αχ κορώνα μου, είστε ίδιες! Αναφώνησε ο γέροντας και γύρισε την καμπουριασμένη πλάτη του στους δύο νέους κατευθυνόμενος στην κουζίνα του.

Συνεχίζεται…

Της συγγραφέως Κατερίνας Κονίτσα Σωπύλη