«Οι δ’
είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν,
οι...
τείχον
Οιχαλίην, πόλιν Ευρύτου Οιχαλίος, των αυθ’
ηγείσθην
Ασκληπιού δύο παίδε, ιητήρ αγαθώ, Ποδα-
λείριος
η δε Μαχάων, τοις δε τριήκοντα γλαφυραί νέες
εστιχόωντο».
(Ιλ. Β’ 729-733).
Για την αρχαία Ιθώμη γίνεται λόγος από τον Όμηρο στην
Ιλιάδα, με την αναφορά ότι κάποιοι κάτοικοι της με επικεφαλής τον Βασιλιά τους
Ποδαλείριο, έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο
Καθώς κατηφορίζουμε από τη Σκάλα για τη Βαλύρα, στα πόδια μας, έχουμε το πανόραμα του δεύτερου Μεσσηνιακού κάμπου, πού απλώνεται ίσιος και καταπράσινος
ως τό Μεσσηνιακό κόλπο.
Ό ποταμός Πάμισος, πού πηγάζει από τα κεφαλάρια
του ‘Αγίου Φλώρου, τον διασχίζει, βλέποντας από ψηλά, σαν ένα τεράστιο φίδι. Είναι ένας επίγειος παράδεισος
ό κάμπος της Μεσσηνίας, ένας αληθινός κήπος Εδέμ, μια δεύτερη Γή της Επαγγελίας. Και τί δεν παράγει! Όλα τα αγαθά βγαίνουν από το ευλογημένο του χώμα, σταφίδα, σύκα, ελιές, ρύζι, φρούτα, λαχανικά,
λεμόνια πορτοκάλια, ακόμα και μπανάνες
και χουρμάδες!
«Μεσσηνία» σημαίνει (μέση Γή), εύφορη
γη, καρποφόρα. Όσοι περιηγητές την επισκεφτήκανε έμειναν κατενθουσιασμένοι και την περιγράψανε με τα ωραιότερα λόγια. ’Ακόμα και «κάνιστρο λουλουδιών» την είπανε.
Αύτη ή ευφορία της μεσσηνιακής γης έκανε, στα παμπάλαια χρόνια, τούς άλλοτε σκληροτράχηλους δωρικούς κατοίκους της μαλθακούς και τρυφηλούς,
γι’ αυτό και τούς νίκησαν
και τούς υπόταξαν οι Σπαρτιάτες.
’Ανατολικά του κάμπου προβάλλει ή οροσειρά του Ταϋγέτου και δυτικά το δίκορφο
βουνό της Ιθώμης,
πάνω από τη Βαλύρα.
Είναι ένα βουνό χαμηλό μα απότομο, με πελώριους κοφτούς βράχους. Ή κορυφή του λέγεται Βουρκάνος, ή Βολκάνος, πού σημαίνει
ηφαίστειο και το ύψος της φτάνει τα 800 μ.
Σε αύτη τη κορυφή, όπως μάς λέει ή μεσσηνιακή παράδοση,
λατρεύτηκε ό ’Ιθωμάτας
Δίας. Το βουνό ονομάστηκε Ιθώμη από την παραμάνα του θεού Δια Ιθώμη, πού, μαζί με μιαν άλλη, τη Νέδα, φρόντισαν τον νεογέννητο βασιλιά τού Ολύμπου.
Αφού τον έπλυναν καλά - καλά στην πηγή της Κλεψύδρας, τον έκρυψαν κατόπιν και τον φύλαξαν για να μην τον βρει ό παιδοφάγος πατέρας του, ό Κρόνος.
Και σήμερα ό Ιθωμάτας Δίας αστράφτει και βροντάει μεσοκαλόκαιρο και φέρνει μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή της Μεσσηνίας.
Καθώς ό ουρανός
είναι καταξάστερος, ξαφνικά
γεμίζει από σύγνεφα κατάμαυρα
κι όλα σκοτεινιάζουν.
Φίδια οι αστραπές και κανόνια οι βροντές κάνουν τούς Μεσσήνιους παραγωγούς να τρέχουν έξαλλοι στα αλώνια τους ή στα
λιοστάσια, να προστατέψουν την απλωμένη σταφίδα
ή τα
ξερά σύκα, για να μην τα παρασύρει ή νεροποντή.
Από τή Βαλύρα, πού βρίσκεται στα πόδια του βουνού, πηγαίνουμε με αυτοκίνητο στο χωριό Μαυρομμάτι. Είναι χτισμένο
στις υπώρειες του βουνού, και σε υψόμετρο 395 μέτρα. Το Μαυρομμάτι είναι ένα μικρό χωριό με πλούσια βλάστηση. Τα σπίτια του χάνονται μέσα στις καρυδιές, τα πλατάνια, τα κυπαρίσσια και τα άλλα οπωροφόρα δέντρα. ‘Όλη ή περιοχή είναι κατάφυτη από ελιές, συκιές, αμπέλια, πεύκα και ρείκια. Νερά
άφθονα τρέχουν
από παντού και στο κέντρο του χωρίου, μια βρυσομάνα ξεχύνει τα νερά της από τα σπλάχνα της γης, κάτω από ένα αιωνόβιο
πλατάνι. Είναι ή περίφημη
Καλλιρρόη Κρήνη, ή «Κλεψύδρα». Το δεύτερο όνομά της το χρωστάει στην κλοπή του Δία από την Ιθώμη και τη Νέδα, για να μην τον ανακάλυψη ό Κρόνος.
Από το νερό της πηγής σχηματίζεται το «ρέμα της Καλλιρρόης» πού, μαζί με άλλα νερά των βροχών, γίνεται το ποτάμι της «Μαυροζούμενας» με το ωραίο βυζαντινό γεφύρι.
Το Μαυρομμάτι έχει χτιστή στη θέση όπου υπήρχε,
στα παλιά χρόνια,
ή αρχαία Μεσσήνη με το ισχυρό
κάστρο. Αυτό το κάστρο βρίσκεται στην κορυφή του βουνού κι οι Σπαρτιάτες είδαν κι έπαθαν για να το κυριέψουν από τούς Μεσσηνίους. Στάθηκε σε όλους τούς πολέμους όρθιο και στητό μαζί με το γειτονικό αδέρφι
του της Εϊρας. Οι «Μεσσηνιακοί πόλεμοι», όπως ονομάστηκαν οι κατακτητικοί πόλεμοι
των Σπαρτιατών με τούς Μεσσηνίους, άρχισαν το 743 π.Χ. και τελείωσαν το 454 π.Χ. βάσταξαν δηλαδή κάπου 300 χρόνια. Οι Μεσσήνιοι
σε όλο αυτό το διάστημα αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν, μα στο τέλος αναγκάστηκαν να υποκύψουν και να υποταχθούνε στους Σπαρτιάτες.
Οι ήρωες τους Αριστομένης και Αριστόδημος έμειναν στην Ιστορία μεγάλα παραδείγματα αυτοθυσίας και φιλοπατρίας. Ό Αριστόδημος υπήρξε άτυχος βασιλιάς και για χάρη της πατρίδας του έγινε παιδοκτόνος. Όταν ρώτησε το Μαντείο των Δελφών «πώς θα μπορέσει
να νικήσει
τούς Σπαρτιάτες», ή Πυθία του απάντησε πώς, «έπρεπε να θυσιάσει στον Ιθωμάτα Δία τη μονάκριβη θυγατέρα του». Χωρίς να διστάσει, ό πατριώτης βασιλιάς
οδήγησε στην κορυφή της Ίθώμης τη κόρη του όπως ό Αγαμέμνονας την Ιφιγένεια στην Αυλίδα και την παράδωσε στους ιερείς τού θεού να τη θυσιάσουν, πάνω στον απέριττο υπαίθριο βωμό του. Μάταια προσπάθησε ό αρραβωνιαστικός της παρθένας να τη σώσει. Ό Αριστόδημος μονομάχησε με το γαμπρό και κατάφερε
να τον πληγώσει. Οι ιερείς αρνήθηκαν
τότε να θυσιάσουν
την πανέμορφη κόρη. Ό
Αριστόδημος, όμως, την
άρπαξε από τα πλούσια μαλλιά και τη θυσίασε στο βωμό. Και πραγματικά, σε μια φάση του πολέμου, νίκησε τούς Σπαρτιάτες.
‘Όταν όμως σε λίγα χρόνια, κατανικήθηκε,
μετάνιωσε για τον άδικο χαμό τού παιδιού του. Πήγε στον τάφο της βασιλοπούλας, κι αφού πρώτα την έκλαψε πικρά, αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο με το σπαθί του.
Μετά τη θυσία τού Αριστοδήμου, οι Σπαρτιάτες μπήκαν και κυρίεψαν την Ιθώμη. Για να εκδικηθούν τούς προαιώνιους εχθρούς κατάστρεψαν το φρούριο και την πόλη από τα θεμέλια.
Οι Μεσσήνιοι τότε αναγκάστηκαν να φύγουν από την ιερή γη των πατέρων
τους και να πάνε στη Ναύπακτο, στην Ιταλία και σ’ άλλα μέρη τού κόσμου για να γλιτώσουν. Στη Σικελία έχτισαν τη νέα πατρίδα τους, πού έχει και σήμερα το όνομα Μεσσήνη (Μεσίνα).
Καθώς πίνω τον καφέ μου σ’ ένα από τά καφενεία της πλατείας τού χωριού και πίνω νερό από τήν Κλεψύδρα, αναλογίζομαι
την ιστορία τού τόπου. Στα ερείπια της Ιθώμης χτίστηκε το 396 π.Χ. ή αρχαία Μεσσήνη, από τον Θηβαίο
στρατηγό Επαμεινώνδα.
Ό Θηβαίος εκείνος πολέμαρχος στάθηκε ό φόβος και τρόμος της Σπάρτης. Ήταν ό μόνος στρατηγός πού τούς νίκησε σε δυο πολύνεκρες μάχες, στα Λεύκτρα και
στη
Μαντινεία, και έφτασε
έξω από τη Σπάρτη.
Προτού όμως κατέβει στον Πελοπόννησο, ρώτησε κι αυτός τον Απόλλωνα, «με ποιο τρόπο θα μπορούσε να νικήσει τούς Σπαρτιάτες».
Ή Πυθία τού έδωσε δυσκολονόητο χρησμό πού έλεγε πώς, «αν κράτησης το βόδι από τα κέρατα, τότε θα
το κάνης να γονατίσει...
Ό Επαμεινώνδας θυμήθηκε αμέσως τα δυο μεγάλα κάστρα της Πελοποννήσου πού ήταν καταστραμμένα: τη Μεγαλόπολη
και την Ιθώμη. ’Έτσι
αποφάσισε να ξανακτίσει τα κάστρα αυτά και τις πολιτείες πού προστάτευαν στα παλιά χρόνια.
Το χτίσιμο της Μεσσήνης άρχισε
το 371 π.Χ. και τελείωσε το 318 π.Χ. περίπου. Το έργο της ανοικοδόμησης είχε ανατεθεί στον Αργείο στρατηγό
Έπιτέλη, πού τον βοήθησαν ’Αρκάδες
και πρόσφυγες από τη Μεσσηνία.
Ή νέα πόλη ήταν όμορφη κι είχε καινούρια ακρόπολη στην κορυφή της Ιθώμης. Τα τείχη της είχαν περίμετρο εννιά χιλιόμετρα και το πάχος τους έφτανε τα 2,5 μέτρα. Ήσαν καμωμένα από τιτανόλιθο, πού τον κουβαλούσαν οι εργάτες από το βουνό της Ιθώμης. Προστατευόταν μ’ επάλξεις
δυνατές και με πολλούς διώροφους πύργους.
Με τον εξωτερικό κόσμο ή Μεσσήνη επικοινωνούσε από δυο μεγάλες πόρτες. Ή μια βρισκόταν βορινά και λεγόταν «’Αρκαδική», επειδή έβλεπε προς την ’Αρκαδία κι ή άλλη ανατολικά και λεγόταν «Λακωνική», επειδή έβλεπε προς τη Λακωνία.
Ό Επαμεινώνδας, έκτος από την οχύρωση, φρόντισε να στολίσει την πόλη με καινούρια ιερά και αγάλματα, ναούς, αγορά, στοές και άλλα δημόσια κτίρια.
Ό Παυσανίας, ό μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας, πού επισκέφτηκε τη Μεσσήνη στα 170 π.Χ., μάς λέει πώς, στην αγορά της, υπήρχε το άγαλμα τού Δία Σωτήρα και μια πηγή, πού λεγόταν ’Αρσινόη. Ή πηγή χρωστούσε τ’ όνομά της στην κόρη τού μυθικού Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου, την ’Αρσινόη, πού είχε γεννήσει με τον ’Απόλλωνα τον ’Ασκληπιό, τον μεγαλύτερο
γιατρό της μυθικής Ελλάδας!
Υπήρχαν ακόμη τα ιερά τού Ποσειδώνα και της ’Αφροδίτης, των Κουρητών,
πού φύλαγαν τον Δία, της Δήμητρας και αγάλματα
της Ρέας, της Ααφρίας ’Αρτέμιδος, των Διοσκούρων, τού ’Απόλλωνα, τού ’Ασκληπιού, των Μουσών, τού Ηρακλή, τού ’Επαμεινώνδα και της θεάς Τύχης.
Το άγαλμα τού Θηβαίου στρατηγού, καμωμένο από χαλκό, ήταν έργο άγνωστου καλλιτέχνη.
Υπήρχε επίσης και ναός της Μεσσήνης, κόρης τού βασιλιά Τριόπα, πού βασίλεψε, στα μυθικά χρόνια, στη Μεσσηνία.
Στην Αγορά βρισκόταν κι ένας χώρος πού λεγόταν «ιροθέσιο». Ήταν στολισμένο με αγάλματα
θεών και «ιερούς τρίποδες».
Στο Γυμναστήριο υπήρχαν αγάλματα τού Ηρακλή, τού Θησέα, τού Ερμή και άλλα.
Στο στάδιο βρισκόταν το άγαλμα τού
Αριστομένη και κάπου
εκεί κοντά ήταν και ό τάφος του. Τέλος ή Μεσσήνη είχε θέατρο και λίγο πιο πέρα από αυτό βρίσκονταν τα «ιερά» των ξένων θεών, κυρίως της Αίγυπτου.
Στην Ακρόπολη βρισκόταν ή πηγή της Κλεψύδρας και ό βωμός τού Ίθωμάτα Δία με το άγαλμά του, πού ήταν έργο τού Αργείου καλλιτέχνη Αγελάδα. Προς τιμήν τού θεού γίνονταν στην Ιθώμη μεγάλες γιορτές και αγώνες, τα «Ίθωμαια»,
όπως λέγονταν.
Περιδιαβαίνουμε τα ερείπια της αρχαίας Μεσσήνης, πού έφεραν στο φως οι ανασκαφές των Γάλλων και Ελλήνων αρχαιολόγων. Βρίσκονται σκόρπια στην περιοχή τού σημερινού χωριού και τα περισσότερα είναι ακόμα θαμμένα στο χώμα. Πριν φτάσουμε στο χωριό, συναντούμε ερείπια από το τείχος. Αριστερά των ερειπίων τού τείχους βρισκόταν πηγή της Αρσινόης. Λίγο αριστερότερα από το δρόμο μας, διακρίνονται τα ερείπια του «Συνεδρίου»,
του Βουλευτηρίου δηλαδή, πού έχει αναστηλωθεί από την Ελληνική ’Αρχαιολογική Εταιρεία.
Σκόρπια, εδώ κι εκεί, φαίνονται τα ερείπια της Αγοράς, πού ήταν το κέντρο της πόλης.
’Από το χώρο της εξερευνήθηκε ή ανατολική πλευρά καθώς και διάφορα
άλλα κτίρια τριγύρω. Κι αυτό το κομμάτι της “Αγοράς
έχει αναστηλωθεί και μάς δίνει μια ιδέα της μορφής πού είχε στα παλιά χρόνια.
Δεξιά της ’Αγοράς φαντάζει το αρχαίο Θέατρο της Μεσσήνης. ’Έχει και αυτό αναστηλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του και χρησιμοποιείται για παραστάσεις αρχαίων δραμάτων. Κάθομαι για λίγο να ξεκουραστώ
στα σκαλιά των κερκίδων του και νομίζω πώς ακούω το χορό να τραγουδά
κάτω στην ορχήστρα, στις παραστάσεις των
«Ίθωμαίων».
Στη βορειοδυτική πλευρά του Θεάτρου βλέπουμε τα ερείπια του (Πρυτανείου).
’Εδώ έμεναν οι άρχοντες της Μεσσήνης. Πέρα από το Πρυτανείο, κυλά τα νερά του το ρέμα της Καλλιρρόης. Στην απέναντι όχθη του και κοντά στο σημερινό
κοιμητήριο του χωριού, βρισκόταν άλλοτε ό ναός του Ποσειδώνα!
Ή περιήγηση εξακολουθεί
και σ’ απόσταση είκοσι πέντε λεπτά έξω από το Μαυρομμάτι, φτάνουμε στη θέση πού λέγεται Πόρτες. Βρισκόμαστε στην περίφημη (’Αρκαδική Πύλη), πού διατηρείται σε καλή κατάσταση
κι έχει δύο εισόδους:
ή βόρεια βλέπει κατά τη Μεγαλόπολη κι ή νότια κατά την πόλη της αρχαίας Μεσσήνης.
Στο δεξιό μέρος της Πύλης, πάνω σ’ ένα κοίλωμα, μια χαραγμένη επιγραφή, μάς πληροφορεί πώς την πύλη του Επαμεινώνδα την επισκεύασε ό «Κοϊόντος Πλώτιος
Εύφη- μίων».
Βγαίνοντας από την ’Αρκαδική
Πύλη, αντικρίζουμε μια πέτρινη σαρκοφάγο. Σ’ αύτη, κατά τη μεσσηνιακή παράδοση, είχε αποτεθεί ή στάχτη του ’Αριστομένη,
πού πέθανε στη Ρόδο!
“Όταν ρωτήσαμε στο Μαυρομμάτι, πώς θα μπορέσουμε να πάμε στην κορυφή τού βουνού, για να δούμε και το παλιό μοναστήρι του Βουρκάνου και την ακρόπολη της Μεσσήνης, μάς υπόδειξαν
τρεις δρόμους.
Ό πρώτος είναι τό μονοπάτι πού οδηγεί στα Κουβελέικα
Ξαγναντάκι - Σφεντάμι - Κορυφή και ή διαδρομή
κρατάει περίπου τρία τέταρτα της ώρας.
Ό δεύτερος είναι το μονοπάτι πού οδηγεί στα Κατσαρέϊκα
Ξαγναντάκι - Σφεντάμι - Κορυφή και ή διαδρομή
διαρκεί όσο περίπου
και ή πρώτη.
Τέλος, ό τρίτος, πού γίνεται και με ζώο, άλογο ή μουλάρι, χρειάζεται σχεδόν δυο ώρες. Είναι ό δρόμος πού οδηγεί στα Κιζέικα - Κοτρώνι - Διάσελο - Έτιά - Αφορισμένο Πουρνάρι
Κοκαλιάρη - Έξωμάντρες.
Προτίμησα τον τρίτο δρόμο,
πού είναι λιγότερο κουραστικός όμως θα μου έδινε , επιπλέον,
την ευκαιρία να θαυμάσω καλύτερα
το άγριο και μεγαλόπρεπο
τοπίο. Ανέβηκα σιγά-σιγά την πλαγιά
του βουνού ώσπου έφτασα στο «Διάσελο», όπου βρίσκεται το νέο μοναστήρι του Βουρκάνου, πού χτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, στα 1625,
οι Τούρκοι ανάγκασαν
τούς
μοναχούς τού παλιού
μοναστηριού, της
«Κορυφής» όπως το λένε, ν’ αγοράσουν μια τοποθεσία στο μέρος πού λέγεται «Κάτω από τη Μάνα».
Οι μοναχοί συμμορφώθηκαν με την υπόδειξη και στα 1712, με σουλτανικό «φιρμάνι», έχτισαν το νέο μοναστήρι, κοντά στη «Λακωνική Πύλη».
Εκεί και μέσα από το τείχος, υπήρχε και το ιερό της Λαφρίας Αρτέμιδος, πού τη λατρεία της έφεραν στη Μεσσηνία οι πρόσφυγες της Ναυπάκτου.
Το νέο μοναστήρι ήταν «ασύδοτο», με σουλτανική διαταγή και κανένας Τούρκος
δεν είχε το δικαίωμα
να το πειράξει. ’Έχει κι αυτό τον κοινό τύπο όλων των μοναστηριών και περιβάλλεται με χοντρό τοίχο. Το σχήμα του περιβόλου
του είναι ορθογώνιο και στο κέντρο της αυλής βρίσκεται το Καθολικό, πού είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι ένας ναός με το σχήμα
του Σταύρου και με τρούλο.
Στο δυτικό μέρος του υψώνεται
το κωδωνοστάσιο και ολόγυρά του βρίσκονται τα κελιά των καλογέρων.
Το μοναστήρι διαθέτει τράπεζα και ξενώνα. Τα κελιά έχουν εξώστες ξύλινους, «χαγιάτια» όπως τα λένε, και από κει μπορεί κανείς να χάρη το πανόραμα
του Μεσσηνιακού κάμπου.
Καθώς περιεργαζόμαστε
τούς χώρους του μοναστηριού, παντού βλέπουμε
έν~ τειχισμένα διάφορα θραύσματα από παλιά μάρμαρα,
πού κουβαλήθηκαν από τον γειτονικό αρχαϊκό ναό της Αρτέμιδος, για να χτιστούν τα κελιά και ή εκκλησία…
Στη βόρεια είσοδο του μοναστηριού
είναι εντειχισμένος κι ένας θυρεός τού «Ιπποτικού Τάγματος τού Αγίου
Ιωάννου», πού αυτοσυστήθηκε στα Ιεροσόλυμα από τούς Σταυροφόρους και ευδοκίμησε
στη Ρόδο ως το 1522.
Ένας καλόγερος προθυμοποιείται να μάς ξενάγηση.
Μ ας λέει πώς ή νέα μονή έπαθε πολλές καταστροφές από τον Ιμπραήμ και πώς τα ,σημερινά κειμήλια, πού διασώθηκαν από τις αρπαγές, είναι τέσσερα πατριαρχικά (σιγίλια) και μερικά
έγγραφα από την Επανάσταση του 1821.
Μάς δείχνει ακόμα χρυσούς σταυρούς,
δεσποτικές μίτρες και φελόνια κι ένα χρυσόδετο ευαγγέλιο άριστης τέχνης,
πού χάρισαν στη μονή οι ‘Έλληνες της Σμύρνης.
’Αφού ξεκουράστηκα αρκετά κάτω από τη σκιά των μεγάλων δέντρων, πού περιζώνουν το μοναστήρι, ξεκίνησα για την κορυφή της Ιθώμης.
Πέρασα από την Έτιά, τό «Αφορισμένο Πουρνάρι», τον Κοκαλιάρη και την
Έξωμάντρα και φτάνω στην κορυφή, όπου και το παλιό μοναστήρι του Βουρκάνου.
Το μοναστήρι της Κορυφής ή Καθολικό,
χτίστηκε στον ίδιο τόπο όπου άλλοτε βρισκόταν ό υπαίθριος βωμός του Ιθωμάτα Δία. Το υψόμετρο της κορυφής είναι περίπου 800 μέτρα. «Άγριοι και κοφτοί βράχοι, βγαλμένοι λες από ηφαίστειο, μάς δίνουν με τα σχήματά τους και το χρώμα τους μια υπέροχη και σπάνια θέα. Στα πόδια μας απλώνεται ολόκληρη
ή Επάνω και Κάτω Μεσσηνία με τα χωριά της διάσπαρτα στον κάμπο της.
Εδώ ανέβαιναν και οι Μεσσήνιοι
όταν ήθελαν
να θυ- σιάσουν
και να γιορτάσουν τον Δία με τα «Ίθωμαΐα». Ό βωμός του θεού ήταν απλός και απέριττος κι είχε τοποθετηθεί πάνω σε ένα λοφίσκο από χώμα. Το μόνο στολίδι του ήταν το άγαλμά του, έργο του γλύπτη ’Αγελάδα από τό ’Άργος. Το άγαλμα αυτό το πήραν οι Μεσσήνιοι όταν εκ πατρίστηκαν και το άφησαν
για φύλαξη στο σπίτι του ιερέα, όπως μας λέει ό Παυσανίας.
Στο ίδιο μέρος μονομάχησε
με τον γαμπρό του ό τραγικός Αριστόδημος και στον ίδιο βωμό θυσίασε την κόρη του με τα χέρια του. Ό βωμός
ήταν ιερός και άσυλο των κατατρεγμένων δούλων. ‘Όποιος
δούλος βασανιζόταν από τον αφέντη του, μπορούσε να καταφύγει στον Ίθωμάτα Δία, ν’ αγκαλιάσει τον βωμό του και να ζητήσει προστασία σαν «ικέτης». Ό ιερέας του θεού είχε δικαίωμα άγραφο, να του δώσει τη λευτεριά του.
Σ’ αυτόν τον ιερό τόπο των αρχαίων, σύμφωνα με τη μεσσηνιακή παράδοση, χτίστηκε το μοναστήρι της Κορυφής, πού είναι αφιερωμένο στην Παναγία. Το χτίσανε μερικοί εικονολάτρες καλόγεροι, πού είχαν καταφύγει εξαιτίας
των διωγμών στο γειτονικό βουνό της Εύας, γύρω στον 8ο αιώνα. Για το βουνό της Εύας λένε, πώς το όνομά του το χρωστούσε στις κραυγές
«εύοΐ - εύάν», πού έβγαζαν οί ακόλουθοι
του θεού Διονύσου, Σάτυροι
και Σειληνοί, όταν μεθούσαν και γλεντοκοπούσαν με τις νύμφες,
Οι καλόγεροι της Εύας είδαν, από τις σκήτες τους, μια θυελλώδη νύχτα, την εικόνα της Παναγίας, να κρέμεται
στα κλαριά ενός δέντρου φωτισμένη από ένα καντήλι. ‘Όσο κι αν ή θύελλα λυσσομανούσε, το καντήλι δεν έσβηνε.
Συγκινημένοι από το θαύμα ανέβηκαν
την άλλη μέρα στο βουνό κι αφού βρήκαν την εικόνα και το καντήλι, αποφάσισαν να χτίσουν, στο ίδιο μέρος, μοναστήρι.
Το Καθολικό
χτίστηκε με οικοδομικό υλικό πού πάρθηκε από την αρχαία Μεσσήνη.
Στα θεμέλιά του βλέπει κανείς κομμάτια από αρχαίες κολόνες δωρικού ρυθμού και μια ρωμαϊκή επιγραφή, πού λέει πώς κάποιος Διοιδοιμαρχίδης και κάποιος Άττιακός είχαν αφιερώσει διάφορα αναθήματα στον Ίθωμάτα
Δία, πού τον
έλεγαν και Σωτήρα.
Το μήκος του μοναστηριού είναι 50
μέτρα περίπου
και το πλάτος του 26 μ. Από μια θολωτή είσοδο,
μπαίνουμε στην αυλή του. Πάνω από την είσοδο είναι χτισμένο το κωδωνοστάσιο και στη κόγχη της θολωτής καμάρας είναι ζωγραφισμένη ή εικόνα της Παναγίας.
Στο αριστερό μέρος της πλακόστρωτης αυλής είναι χτισμένη ή εκκλησία. Το δεξιό μέρος τού τοίχου, πού περιζώνει την αυλή, έχει γκρεμιστεί και σήμερα σώζονται οχτώ κελιά, τρία μικρά παρεκκλήσια, στέρνες νερού και μερικά άλλα προσκτίσματα.
Σύμφωνα με μια σωζόμενη
επιγραφή, το Καθολικό επισκευάστηκε στα
1756. Οι τοιχογραφίες του έγιναν από τούς αδελφούς
Γεώργιο και Δημήτριο Μόσχο, γύρω στα 1638. Οι Μόσχοι ήταν ονομαστοί καλλιτέχνες της εποχής εκείνης και ζωγράφισαν μ’ επίδραση από την Αναγέννηση της Δύσης.
Τοιχογραφίες βλέπει κανείς στον πρόναο, στον τρούλο και σ’ άλλα μέρη. Καλύτερη από όλες είναι ή παράσταση των Μυροφόρων, πού βρίσκεται στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου.
Από τα κειμήλια του μοναστηριού της Κορυφής
το πολυτιμότερο είναι ή μικρή εικόνα της Παναγίας. Θεωρείται μία από τις πέντε εικόνες
πού έφτιαξε ό Ευαγγελιστής Λουκάς με κερί και μαστίχα.
Ολόκληρη ή εικόνα, εκτός από τό πρόσωπο
και το χέρι, είναι
σκεπασμένη με ασήμι. Σήμερα έχει μεταφερθεί στο Κάτω Μοναστήρι
για λόγους ασφαλείας από τούς αρχαιοκάπηλους.
Το Καθολικό έχει εγκαταλειφθεί από το 1950 και κανένας πια, έκτος από τούς καλογέρους, δεν ανεβαίνει εκεί πάνω.
Το πανηγύρι πού γίνεται το Δεκαπενταύγουστο ξεσηκώνει όλους τούς κατοίκους της Μεσσηνίας.
Ή εικόνα λιτανεύεται και μεταφέρεται στη γειτονική πόλη (Νέα Μεσσήνη)
κι όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, με θυμιατήρια και αναμμένα κεριά, την ακολουθούν ή την περιμένουν να περάσει, παραταγμένοι δεξιά κι αριστερά του δρόμου.
Είναι μια συγκινητική και μεγάλη θρησκευτική ημέρα ή 15η Αύγουστου για όλους τούς Μεσσηνίους. Είναι μια μέρα γεμάτη από πίστη και ευλάβεια και συγκινεί και τον καθένα, πού θα τύχη να παρευρεθεί στο παμμεσσηνιακό εκείνο προσκύνημα…..
Η περιήγηση τελείωσε και εγώ κρατάω στα χέρια μου δάφνη και ακακία, νερό, λάδι και σιτάρι της περιοχής.
Κρατάω στη σκέψη μου την κύκνεια ιαχή της παρακμής τόσων ωραίων πραγμάτων των παλαιών ημερών.
Σκέφτομαι την σκύλευση εκείνης της εποχής, τα πεδία των μαχών από θρεμμένα όρνια… Ακούω της καρδιάς μου τις φωνές και πορεύομαι.
Οι γραμμές των βουνών σε ελλειπτικούς κύκλους, σε ανοιχτό
πεδίο γεμάτο ζωή. Μικρό βουνό αλλά γεμάτο μυρουδιές, χρώματα και ήχους πολλούς,
όπου πάνω τους ακουμπά η ηρεμία. Άγιο χώμα, θέλγητρα, φως ελπίδας…
Σερνοδίπλωσε η μέρα με έναν αχό σα χάδι και ο ήλιος τον χώρο έσβησε ανεβάζοντας τον αποσπερίτη. Είναι πλέον νύχτα , εγώ φυλάω τα χρώματα, τις μυρουδιές αυτού του υπέροχου μικρού βουνού γυρνώντας σε μια πόλη ρημαγμένη…
(Η
ομιλία του Σωτήρη Νικολακόπουλου στην 3η Πανελλήνια Πνευματική
Συνάντηση στη Μεσσήνη, 10 Δεκεμβρίου 2016, στο Φιλοσοφικό Κέντρο)
Σωτήρης Νικολακόπουλος
(Ποιητής – Δοκιμιογράφος, μέλος της ΠΕΛ)
by Aylogyros news
Φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Παύλου Ανδριά
(Δημοσιογράφος – Συγγραφέας – Υπευθ. Δημ. Σχέσεων ΠΕΛ)
by Aylogyros news
Πηγές
Νίκος
Παπαχατζής. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά - Ηλιακά,
Εκδοτική Αθηνών, 2002. ISBN 960-213-092-X
Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Γ1, Εκδοτική Αθηνών, 1972
Ελληνική
Μυθολογία Ζαν Ρισπεν