Ανέπνευσε
βαθιά. Η μυρωδιά της κλεισούρας χτύπησε...
τα ρουθούνια της, όμως τη δέχτηκε σαν
άρωμα ακριβό. Ξανακοίταξε τις δυο μαρμάρινες σκάλες δεξιά κι αριστερά που
οδηγούσαν στα επάνω δωμάτια. Μα και κάτω στο ισόγειο, πόρτες κλειστές.
Κάποτε
ήταν πλημμυρισμένο στα φώτα… κάποτε…, συλλογίστηκε
Πάτησε
διστακτικά το πόδι της στο πρώτο σκαλοπάτι σαν να φοβόταν ότι θα τάραζε τη
νεκρική ησυχία της έπαυλης.
Σ’
αυτό το τεράστιο σπίτι, ένα ήταν το μέρος που λάτρευε από παιδί.
Ανέβηκε
σιγά σιγά κι η σκιά της έκανε παράξενα σχήματα στα μάρμαρα, καθώς έπεφτε πάνω
τους το φως της Πανσέληνου.
Έφτασε
στον όροφο. Και να, η τρίτη πόρτα, η κεντρική, την περίμενε. Την έσπρωξε
ελαφρά.
Η
σκόνη της προκάλεσε βήχα για λίγα λεπτά.
«Χρώμα
μου αγαπημένο», μονολόγησε.
Έβγαλε
τα παπούτσια της και περπάτησε ξυπόλητη πάνω στο κόκκινο χαλί.
Κάποτε
καθόταν ώρες ολόκληρες στο δωμάτιο αυτό, πάνω στις κόκκινες μαξιλάρες και
αγνάντευε τη θέα: από το ένα παράθυρο έβλεπε το βουνό κι από το άλλο το Αιγαίο.
Και
σε μιαν άκρη, εκείνος ο ολόσωμος καθρέφτης με τη φιλντισένια κορνίζα.
Στάθηκε
δίπλα στο τζάμι. Τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στο τεράστιο, ολοστρόγγυλο
φεγγάρι.. Κι εκείνη την ώρα το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα.
Αχ
Θαλασσοσκέπαστη μου Παναγιά! αναστέναξε.
Έστρεψε
το βλέμμα στον καθρέφτη.
«Βλέπω
μονάχα τη σκιά μου μέσα σου», φώναξε. «Θέλω να δω… ό,τι έχω στα κατάβαθά μου
φυλακίσει… μια ζωή χαμένη… να θυμηθώ… να ξαναζήσω… να ξεχάσω. Μοναδικός μου
φίλος εσύ. Γύρω μου κλειδωμένα δωμάτια κι απέραντη μοναξιά»
«Μια
ζωή με κόκκινο χρώμα, μια ζωή κρυμμένη σ’ έναν καθρέφτη, μια ζωή μισή….»,
χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της.
Ελίζα…
Ελίζα… άκουσε ή νόμισε πως άκουσε να την καλούν.
Μου
μιλάς κι εσύ με τη σιωπή σου, σκέφτηκε.
(συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2016