Γράφει η Τίνα
Παπαβασιλείου
Όλα τα παιδιά
ονειρεύονταν να μεγαλώσουν. Εκείνοι ήθελαν να μείνουν μικροί. Τα
απογεύματα σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι με τις φωνές τους και γελούσαν,
αδιάφοροι για την ώρα κοινής ησυχίας. Έπεφταν...
στις αυλές και μάτωναν σκληρά τα
γόνατά τους, αλλά δεν τους ένοιαζε. Ξέπλεναν βιαστικά τα αίματα κι έμπαιναν
ξανά στο παιχνίδι. Στο κρυφτό διάλεγαν πάντα την πιο ανύποπτη και τολμηρή
κρυψώνα, μέσα στο νεκροταφείο εκεί κοντά. Ο θάνατος ήταν κάτι θαμπό που
μπορούσε να αναβάλλεται αιώνια και του έβγαζαν τη γλώσσα.
Έκλεβαν σοκολατάκια
από το ψυγείο της θείας που τα φύλαγε για κέρασμα. Ύστερα κρύβονταν πίσω από
την πόρτα και τα έτρωγαν με βουλιμία. Έκλειναν τα μάτια και παρακαλούσαν αυτά
τα χρόνια να μην περάσουν ποτέ. Το μυαλό ήταν κολλημένο στο παιχνίδι, σαν τον
χαλασμένο δίσκο της γιαγιάς στο πικ-απ. Ο κόσμος ήταν ένα αχανές λούνα
παρκ με άπειρες γωνιές για μυστικά και παιδικές συνωμοσίες.
Μέχρι που ο πρώτος
θάνατος ήρθε σαν υπενθύμιση. Ότι η ζωή είναι πεπερασμένη. Ότι πρέπει να
προλάβουν να ζήσουν τα πάντα, να τους αγκαλιάσουν όλους, να παίξουν πιο άγρια,
να αγαπήσουν πιο δυνατά, να διαβάσουν ό,τι βιβλίο γράφτηκε, να δουν όλες τις
ταινίες, να μοιράσουν παντού βοήθεια, να προσέχουν τα αδέσποτα της γειτονιάς
και να βουτήξουν στη θάλασσα από κάθε βράχο. Γιατί όσο κι αν περίμεναν τα
βράδια στην αυλή να γυρίσει εκείνη η αγαπημένη μορφή που είχε φύγει, αυτή δεν
ήρθε ποτέ να εγγυηθεί ότι τους περίμενε κάτι παραπάνω εκεί ψηλά. Παρόλα
αυτά, πριν πέσουν για ύπνο, δεν παρέλειπαν να ψιθυρίζουν την προσευχή που τους
είχε μάθει, για κάθε ενδεχόμενο.
Κάποτε μάζεψαν τους
άλλους συμπαίχτες και βρήκαν τη λύση. Αν είναι προκαθορισμένο μεγαλώνοντας
να χάνεις τη ζωή σου, τότε δεν θα μεγάλωναν ποτέ και θα ξεγελούσαν ζωή και
θάνατο. Έφαγαν από ένα ακόμα κλεμμένο σοκολατάκι και σφράγισαν τη συμφωνία.
Η ζωή, αν και όχι
αιώνια, εξακολουθεί να είναι μεγάλη, διατηρώντας πιθανά όλα τα σενάρια. Ορισμένοι
λοξοδρόμησαν κι έγιναν σοβαροί επιχειρηματίες και αγέλαστοι ενήλικες. Εκείνοι,
όμως, με πίστη στον όρκο τους, παρέμειναν παιδιά, ακολουθώντας το συμβόλαιο
κατά γράμμα.
Σηκώνονται κάθε πρωί
σιγοσφυρίζοντας το τραγούδι που ακουγόταν στο όνειρό τους.
Κάνουν γκριμάτσες
στον καθρέφτη και φυσάνε μπουρμπουλήθρες στον καφέ τους.
Αφήνουν τη ζωή να
τους χαστουκίσει και την κοροϊδεύουν θεατρικά, κάνοντας τρεις πλήρεις
περιστροφές γύρω από τον άξονά τους.
Στη δουλειά τους λένε
ανώριμους και βλάκες. Το σίγουρο είναι ότι το μυαλό τους στροφάρει
ακατάπαυστα και δεν μπορούν να το σταματήσουν για να απαντήσουν σε χαιρέκακα
σχόλια. Αρκούνται στο να προκαλούν γέλιο, σαν ύστατη προσπάθεια να
δικαιολογήσουν την παιδικότητά τους. Θυμούνται κάθε λεπτομέρεια, κάθε κουβέντα,
κάθε χαμόγελο, όλα τα δάκρυα κι όλα τα πικρά ή γλυκά λόγια. Θα συγχωρέσουν
αμέσως σαν παιδιά, αλλά πάλι σαν παιδιά δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Ο θυμός είναι μια
έννοια θολή και περιττή, μια σπατάλη χρόνου κι αυτοί σέβονται πολύ το «τώρα»
για να θυμώνουν.
Σε στρατηγικά σημεία
της ζωής και του σπιτιού τους, έχουν εντοπίσει μαύρες τρύπες που τους
ταξιδεύουν στο παρελθόν, να παίρνουν ιδέες από τα παιχνίδια τότε. Συνεχίζουν ακόμα τη
συλλογή από κοχύλια κι ο ενθουσιασμός τους όταν βρίσκουν μια «σπάνια πέτρα»
έχει μείνει απαράλλαχτος. Εννοείται, φυσικά, πως παίρνουν μαζί τους μάσκες και
αναπνευστήρες, γιατί αλλιώς ποιό το νόημα; Στη θάλασσα μένουν μέχρι να
μουλιάσει το δέρμα και δεν βγαίνουν στην αμμουδιά παρά μόνο για να βοηθήσουν το
γιο τους να φτιάξει ένα κάστρο.
Θέλουν να ταξιδεύουν
παντού. Αν
μπορούσαν θα ήταν νομάδες. Να αποτυπώσουν στο μυαλό εικόνες, να φωτογραφήσουν
ανθρώπους σε άλλες ηπείρους, να χάσουν το αεροπλάνο και να χτυπιούνται για λίγο
στο αεροδρόμιο, πάντα μανιασμένα και πάντα μεγαλόφωνα. Όταν δεν έχουν
λεφτά για ταξίδια, μπαίνουν στο αμάξι και κατεβάζουν τα παράθυρα. Βγάζουν τα
χέρια έξω και τα κουνάνε δυνατά μέχρι να το μετατρέψουν σε ιπτάμενο.
Κι όταν τους βλέπεις σοκαρισμένος
στα φανάρια απορείς με το μυαλό τους. Αντί να απορήσεις με το δικό σου που
δεν αφήνει ούτε την άκρη ενός χαμόγελου να ξεμυτίσει σε αυτό το ενήλικο
πρόσωπο. Αντί να αναρωτηθείς σε ποιά ξέρα ναυάγησαν τα παιδικά σου όνειρα. Αντί
να γυρίσεις σήμερα σπίτι, να ανοίξεις το παράθυρο και να παίξεις με τα παιδιά
και τους φίλους σου. Δεν έχεις παιδιά και φίλους;
Μήπως να σε παίζαμε
κι εσένα ένα γύρο; (anapnoes)