Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Νύχτα των αναμνήσεων...

γράφει η Σμαραγδή Μητροπούλου 
Μέρος 3



Ο αδελφός Ραφαήλ ένιωσε το χέρι του να τρέμει ελαφρά.
«Μαρία της Φωτιάς…Μαρία του Πειρασμού…Μαρία της Αμαρτίας….», άκουσε τον άρρωστο να ψελλίζει...

********
Λένε πως οι θεοί φθονούν την ευτυχία των ανθρώπων!
Η Μαρισόλ, εκτός από τη ζωγραφική και τα ωραία κοσμήματα που έφτιαχνε, διακρινόταν και για την γοητεία και το ταμπεραμέντο της. Οι περισσότεροι άντρες του νησιού περνούσαν από το ατελιέ της να παραγγείλουν δώρα για τις γυναίκες και τις κόρες τους και τη γέμιζαν μ’ ένα σωρό κομπλιμέντα για την τέχνη, μα και για τη  γλυκύτητα και τη χάρη της.
Η σπανιόλα πάντα τους χαμογελούσε με χάρη κι ευγένεια, η καρδιά της κι η σκέψη της όμως ήταν δοσμένες στο Σπύρο…στο Σπύρο που, όμως, άρχισε να νιώθει τα σύννεφα της ζήλιας να του θολώνουν το νου και να κάνει σκηνές στην κοπέλα σχεδόν καθημερινά.
«Μα πώς είναι δυνατόν;» του είπε μια μέρα παραπονεμένα. «Είσαι τυφλός; Δε βλέπεις πόσο πολύ….»
«Όλοι αυτοί σε γδύνουν στην κυριολεξία με τα μάτια….κι εσύ το απολαμβάνεις, έτσι;»
«Είσαι άδικος, εγώ δεν…»
Πώς σήκωσε το χέρι του και το κατέβασε με δύναμη στο πρόσωπο της;
Η Μαρισόλ κατάπιε το λυγμό που πήγε ν’ ανέβει στο λαιμό της, πήρε το Σπύρο από το χέρι, άνοιξε την πόρτα και τον έσπρωξε ελαφρά έξω.
Κι από τότε η πόρτα της δεν ξανάνοιξε ποτέ γι’ αυτόν, όσο κι αν έκλαψε, όσο κι αν την παρακάλεσε.
********
Ήσουν περήφανη γυναίκα, καλή μου. Και γι’ αυτό ακριβώς σε αγάπησα, για την περήφανη ψυχή σου, για την περήφανη καρδιά σου….μα είχα μετανιώσει, Μαρισόλ…είχα μετανιώσει…πάλεψα να στο δείξω, αγάπη μου!! Αχ, ανάθεμα εκείνη την αποφράδα μέρα….σκέφτηκε ο αδελφός Ραφαήλ.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε ο άρρωστος.
********
Ζηλεύω του φεγγαριού τη λάμψη που φωτίζει τα μαλλιά σου
ζηλεύω των άστρων το φως που χαϊδεύουν το κορμί σου…
η αγάπη σου βάλσαμο στην πληγή μου
άραγε, καλή μου, μ’ ακούς;
Σουρούπωνε. Καθισμένος στο βραχάκι ο Σπύρος έγραφε στο σημειωματάριό του. Οι στίχοι ήταν η μόνη διέξοδος στον πόνο του. Ωστόσο έτρεφε μια αμυδρή ελπίδα πως η Μαρισόλ θα του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία.
Την αγαπούσε, τη λάτρευε, δίχως εκείνη ένιωθε μισός.
Φαίνεται πως οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί εκείνη την ώρα…
«Μαρισόλ!» φώναξε, μόλις την είδε να κατεβαίνει το στενό προς τη θάλασσα.
Η κοπέλα κοντοστάθηκε.
«Ως πότε θα με αποφεύγεις, καρδιά μου;» της είπε πηγαίνοντας κοντά της. «Ως πότε; Δε βλέπεις πόσο…πόσο….»
Η Μαρισόλ τον κοίταξε βουρκωμένη.
Ζηλεύω του φεγγαριού τη λάμψη που φωτίζει τα μαλλιά σου
ζηλεύω των άστρων το φως που χαϊδεύουν το κορμί σου…
η αγάπη σου βάλσαμο στην πληγή μου
άραγε, καλή μου, μ’ ακούς;
Της είπε ψιθυριστά στο αυτί ο Σπύρος, καθώς την αγκάλιασε.
Η Μαρισόλ τον έσπρωξε ελαφρά.
«Σε αγάπησα πολύ…κι ακόμα σ’ αγαπώ…κι ούτε μπορώ κι ούτε και θέλω να σε βγάλω απ’ την καρδιά μου. Δε θέλω τη ζήλεια σου…την αγάπη σου και την εμπιστοσύνη σου θέλω. Ποτέ δεν σου’δωσα δικαίωμα να αμφιβάλεις για μένα!»
«Τρελαίνομαι….τρελαίνομαι, όταν σκέφτομαι….»
«Ποτέ δεν σου’δωσα το δικαίωμα να αμφιβάλεις για μένα», ξανάπε εκείνη. «Την αγάπη σου και την εμπιστοσύνη σου θέλω…αν όμως δεν  σου’ναι μπορετό…τότε….»
Ο Σπύρος άρχισε να τρέμει.
 «Σ’ αγαπώ…σ’ αγαπώ τόσο που….που θα σ’ έπαιρνα να φύγουμε μακριά, σ’ ένα ερημικό νησί οι δυο μας…να μη μας βλέπει κανείς…να μη μας χωρίσει ποτέ κανείς…μόνο ο θάνατος; Τ’ ακούς; Μόνο ο θάνατος….»
Δεν κατάλαβε πώς την αγκάλιασε σφιχτά κι άρχισε να τη φιλά λαίμαργα… 
«Με πονάς…με πονάς», είπε πνιχτά εκείνη, προτού προσγειωθεί ξαφνικά στο έδαφος.
«Μαρισόλ!» φώναξε ο Σπύρος κι άρχισε να την ταρακουνά. «Μαρισόλ…»
΄Ένα ρυάκι από αίμα σχηματίστηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.

(συνεχίζεται)