Η
λέξη προήλθε κατά συνειρμό από το
«λιμάζω» (λίμα= πείνα), « κόντες» και «ντοτόρος» (= κόντες και γιατρός, κατά το
κανταδόρος και σουλατσαδόρος).
«Λιμοκοντόρος» χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που
αν και είναι πάμπτωχος είναι φιλάρεσκος, κομψεύεται και ερωτοτροπεί.
Έτσι
ονομαζόταν όμως και το παλιό μονόδραχμο χάρτινο νόμισμα, ως ευτελές. (Διπλός λιμοκοντόρος= το δίδραχμο).
Η μουσίτσα