Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Λιμοκοντόρος



Η λέξη προήλθε κατά συνειρμό  από το «λιμάζω» (λίμα= πείνα), « κόντες» και «ντοτόρος» (= κόντες και γιατρός, κατά το κανταδόρος και σουλατσαδόρος).
 «Λιμοκοντόρος» χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που αν και είναι πάμπτωχος είναι φιλάρεσκος, κομψεύεται και ερωτοτροπεί.
Έτσι ονομαζόταν όμως και το παλιό μονόδραχμο χάρτινο νόμισμα, ως ευτελές.  (Διπλός λιμοκοντόρος= το δίδραχμο).

Η μουσίτσα