Οι
αρχαίοι είχαν πολλές παροιμίες για τη ματαιοπονία: «Αέρα τύπτεις», «άμμον
μετρείς», «εις ύδωρ γράφεις», «ηλίω φως δανέιζεις» και πλήθος άλλων μεταξύ των
οποίων και την «ωόν τίλλεις» (=το αβγό κουρεύεις), η μετάφραση της οποίας στη
νεοελληνική έμεινε να λέγεται για άδικο κόπο από το παρακάτω περιστατικό.
Η
βαυαρική αντιβασιλεία, που όσο ο Όθωνας
ανήλικος κυβερνούσε την Ελλάδα, επέβαλε διαρκώς φορολογίες, μολονότι ο τόπος
βρισκόταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση και οι πολίτες μετά βίας
μπορούσαν να καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες. Για παράδειγμα οι βοσκοί
(τότε είχε πολλούς η Αθήνα), ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τρεις φόρους.
Κάποιος,
ονόματι Κουτσούκος, ζούσε σε μια τρώγλη κοντά στην πλατεία Αδριανού με τη
γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Πλέκοντας καλάθια και έχοντας μερικές κότες
που πουλούσαν τ’ αβγά, προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του. Μια μέρα,
παρουσιάστηκαν κάποιοι αρμόδιοι και του ζητούσαν να πληρώσει φόρο ιδιοκτησίας,
φόρο επαγγελματικής εγκατάστασης, φόρο καλαθοποιίας, φόρο ορνιθοτροφίας, φόρο
εμπορίας αβγών, φόρο δημοτικό, κ.α. «Σταματάτε! Σταματάτε χριστιανοί μου! Με
παλαβώσατε!» τους φωνάζει ο φτωχός. «Οφείλεις εν σύνολο 273,40» πιστοποιούν απτόητοι
εκείνοι. «Αν ψάξετε ούτε 40 φράγκα δε θα βρείτε» λέει ο Κουτσούκος. «Τότε θα
κάνουμε κατάσχεση» δηλώνουν οι αρμόδιοι. «Ε, αυτό μάλιστα! Ψάξτε στις φωλιές,
θα βρείτε 5-10 αβγά, κουρέψτε τα και πάρτε το μαλλί τους» ειρωνεύτηκε αυτός.
«Αναιδέστατε! Θα προσωποκρατηθείς» είπαν εκνευρισμένοι και τον ήραν μαζί τους,
παρά το κλάμα της γυναικάς του και των παιδιών του. Δεν έγινε γνωστό πως
κατάφερε να ξεμπλέξει, η απλή κουβέντα του όμως έμεινε στην καθημερινότητα, με
έννοια ανάλογη εκείνης που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι.
Η
μουσίτσα