Η λέξη ραγιάς είναι τούρκικη λέξη και προέρχεται από την αραβική ρεγ(ι) που σημαίνει κοπάδι, βόσκημα, πρόβατο.
Ραγιάδες ονόμαζαν οι Τούρκοι τους χριστιανούς υπηκόους της χώρας τους (Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους και Φράγκους), που υποχρεούνταν να καταβάλουν τον κεφαλικό φόρο.
Η επιλογή της λέξης, χαρακτήριζε τους υποταγμένους λαούς και δεν ήταν τυχαία η επιλογή της από τους Τούρκους. Το κοπάδια άγετε και φέρετε από το βοσκό κατ’ όπως εκείνος θέλει, το πρόβατο μπορεί να το αρμέξει κανείς και να του πάρει το γάλα, να το κουρέψει και να του πάρει το μαλλί και τέλος να το σφάξει, για να πάρει το κρέας.
Οι υπόδουλοι, επομένως, έμοιαζαν με τα βοσκήματα που μπορούσαν να είναι εκμεταλλεύσιμα και να αποτελούν πηγή εσόδων για το τουρκικό κράτος.
Έτσι η λέξη ραγιάς έμεινε και έγινε συνώνυμη με την εξαθλίωση.
Η μουσίτσα