Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Μια βόλτα στην επαρχία… της χλιδής!

Εκεί που ο χρόνος έχει σταματήσει! Εκεί που νομίζεις ότι ζεις σε άλλες εποχές, εκεί που τσιμπιέσαι για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είναι όνειρο.
Με επιφύλαξη τις πρώτες μέρες προσπάθησα να δω μέσα από συζητήσεις και μισόλογα, αν έχει περάσει ο ιός της κρίσης από δω και τι κουσούρια έχει αφήσει ή αν όλο αυτό το τσουνάμι χτύπησε μόνο την Αθήνα.
Μερικοί με μια μοναδική τέχνη υποκριτικής, σ’ έκαναν με το λόγο τους  να κλαίς  από το βράδυ μέχρι το πρωί και να είσαι έτοιμος να τους δώσεις μέχρι και το βρακί σου για να τους βοηθήσεις.
Άλλοι, ίσως και οι περισσότεροι, έκαναν την πάπια και αποφεύγοντας να σε κοιτάξουν στα μάτια, σου έκαναν λόγο για δύσκολες μέρες, για ύπουλες νύχτες και θολά φεγγάρια, αποφεύγοντας στην ουσία να σου πουν το παραμικρό για την αφεντιά τους και το κονάκι τους.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι άλλοι, που ήταν ειλικρινείς και μέσα από το λόγο τους σου έδιναν να καταλάβεις ότι ήταν οπαδοί της πρόληψης και της ελεγχόμενης οικονομίας.
Μα όλα αυτά, στα λόγια. Γιατί στην πράξη όλοι ήταν εκτεθειμένοι, όλοι με τις πράξεις τους έδειχναν ότι ζούσαν στον κόσμο τους. Στον κόσμο του χθες, της οικονομικής άνεσης και της προβολής.
Από το πρωί τα café γεμάτα, ανάμεσά σ’ αυτούς και υπάλληλοι του δημοσίου που βγήκαν να πάρουν τον αέρα τους, γύρω στο μεσημέρι τα ουζάκια και οι μπύρες είχαν την τιμητική τους, το μεσημέρι σπίτι και χουζούρεμα, για να έρθει το απόγευμα και η απόλαυση!


Καφέ κάτω από την κληματαριά, η κυρά με τα παιδιά, με το λάστιχο ο μπαμπάς να ποτίζει το γκαζόν στην  έπαυλη τη μαγική και πιο πέρα ο παππούς με τη γιαγιά να ψήνουν τα καλαμπόκια στη φωτιά.
Στην παραλία, η μαγεία, κορμιά σα χέλια να παίζουν βόλεϊ, ρακέτες και να κάνουν βουτιές, με τ’ αγόρια να τα γλυκοκοιτάζουν πίσω από τεράστια γυαλιά και καφεδάκια fredo, έτσι στα χαλαρά.
Τ’ αυτοκίνητα στα παρκινγκ τ’  ακριβά, έβγαζαν μάτια και αναρωτιόσουν αν είσαι σε έκθεση ή σε χτύπησε ο ήλιος για πολλοστή φορά.
Αλλά το σούρουπο, εκεί ήταν τα λεφτά. Στα μπαλκόνια, στις ταράτσες και στα ταβερνεία τα συνοικιακά, τα κοψίδια πήγαιναν σύννεφο και τα κεράσματα μπερδευόντουσαν από χαρά.
Το γέλιο ήταν το μόνο που άκουγες  παντού από μεγάλους και παιδιά, που ζούσαν ευτυχισμένοι και μέσα στην ξενοιασιά!
Κι αν έλεγες «μπα το καλοκαίρι γίνεται αυτό», εκεί μιλούσε το ποτό.
«Έτσι θα ζούμε μια ζωή και ας έρθει ο πούστης από δω αν θέλει. Θα του κόψουμε τα πόδια. Εμείς του δώσαμε την εξουσία και όποτε γουστάρουμε του την αφαιρούμε».
Η επαρχία της χλιδής, που σου απαγορεύει όμως απολυμένε φίλε εκεί να δραστηριοποιηθείς!

Παύλος Ανδριάς