Πρόσεχε
ρε στραβούλιακα στο δρόμο! Ρε κάτι χούφταλα...
που τα ξέχασε ο Θεός!
Βημάτισε
αργά με το μπαστουνάκι του να διασχίσει τον πολύβουο δρόμο. Χαμογέλασε… τί να
του απαντήσει άλλωστε. Σαν σήμερα αμούστακο παιδί βρισκόταν στο αλβανικό
μέτωπο. Έτρεμε από το κρύο μα περισσότερο από φόβο. Διαμελισμένοι στρατιώτες
γύρω του παντού ανάμεσα σε κλάματα, κατάρες, κραυγές πόνου. Έπρεπε να ψάξεις
σχολαστικά να δεις αν ανήκουν σε εχθρό ή φίλο. Μα τι σημασία έχει πια. Ο
Παντοδύναμος τον αγαπούσε από τότε.
Μάλιστα
τέτοια μέρα μπορεί να γεννήθηκε και ο βιαστικός.
Τίποτα
δεν θα χαλούσε το καφεδάκι του σήμερα. Εκεί στον καφενέ θα συζητούσε με τη
φιλεύσπλαχνη Μοίρα του. Ίσως να θυμόταν λίγα περισσότερα σήμερα. Ίσως και να
ξεχνούσε κάτι παραπάνω. Δεν ήξερε πλέον τι ήταν το καλύτερο γι’ αυτόν. Θα
έβλεπε το φλιτζάνι και θα γελούσε. Είχε ακούσει κάποτε πως τη μοίρα σου την
ορίζεις ο ίδιος. Γελοιότητες.
Μια
ώρα αργότερα θα επέστρεφε αργά στη φωλιά του. Έπρεπε να ετοιμάσει και τα
σαράντα του γαμπρού του. Τροχαίο. Και για την κατάκοιτη κόρη του θα έκανε ότι
περνούσε από το χέρι του. Θα φρόντιζε και τα εγγόνια από τον προηγούμενο γάμο.
Όσο να πεις μικρά ήταν ακόμη…
Ογδόντα
οχτώ χρονών σήμερα. Γερός να είμαι ο γέρος, ευχήθηκε και χαμογέλασε. Έχω πολλές
σκοτούρες ακόμη!
Με την υπογραφή του συγγραφέα Ιωάννη Κασσή