Συνηθισμένες εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά
σιγά...
χάνονται παραχωρώντας τη θέση τους σε νέες, που έχουν κι αυτές τη δική
τους ιστορία, χωρίς όμως των παλιών εκφράσεων τη χάρη και τη φαντασία.
Είσαι μια… τρελοκαμπέρω!
Εδώ έχουμε μια λέξη που
προέρχεται από κύριο όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν
ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό
«τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει
«τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού
ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη
γενναιότητά του.
Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης
Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με
στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις
του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο».
Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις
«τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή. Στο πέρασμα των χρόνων, η ιστορία
ξεθώριασε και η κλητική σταδιακά παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε
και προέκυψε η «τρελοκαμπέρω».
Μια άλλη περίπτωση κύριου
ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι
γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να
περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του
θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.
Η ιστορία μιας χυλόπιτας
Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται
πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί
περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας
εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει
το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης. Ηταν ένας
σιταρένιος χυλός, μια -χυλό- πίτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες
κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε,
ωστόσο το θαύμα της στη γλώσσα είχε συντελεσθεί.
Η μπέμπελη και η μαρμάγκα
Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις
χρησιμοποιούμε κι ας γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο… καθόλου- τι ακριβώς
σημαίνουν. Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια ζεστή μέρα
του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να «βγάλει την μπέμπελη».
Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η -πεζή- έννοια της λέξης είναι η
ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται σε γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να
θεραπευτείς από την μπέμπελη – ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.
Μια άλλη περίπτωση είναι η
μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει
εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους
αράχνης, η οποία αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν
πίσω τους κανένα σημάδι…
Καράβια βγήκαν στη στεριά…
Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και
διδακτικό που επίσης χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει
γίνει και τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς έτσι,
αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή) ξεκινά από μια
επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί στην αρχαία Ελλάδα πριν
ανοιχτεί ο ισθμός της Κορίνθου.
Για να μη χρειαστεί να κάνουν
με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους σκλάβους να σέρνουν τα
καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην Κόρινθο θα μπορούσαν να αφεθούν στα
θέλγητρα των διάσημων ιερών της Αφροδίτης. Εκεί, οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει
νόμου- να προσφέρουν το κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις
βιτρίνες στο Αμστερνταμ).
Οπότε μπροστά στον πειρασμό της
γυναικείας φύσης, ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι
για τη σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που χιλιάδες
χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει καράβια στην
Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ…
Ποιος είναι ο αγλέορας;
Αρχαιοπρεπής είναι η προέλευση
του «αγλέουρα» ή «αγλέορα» -όσο κι αν δεν του φαίνεται. Ετυμολογικά αποτελεί
παραφθορά του αρχαιοελληνικού «ελλέβορος» (αλλέβουρας – αλλέουρας – αγλέουρας),
που είναι το όνομα ενός δηλητηριώδους φυτού με όμορφα κιτρινοπράσινα λουλούδια.
Το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο στην επιληψία μέχρι και στην κατάθλιψη, όμως μια
άλλη ιδιότητά του ήταν αυτή που το έκανε γνωστό και στη γλώσσα του σήμερα: η
πικρή και στυφή γεύση και οσμή του, που προκαλούσε ναυτία και δυσφορία. Αίσθηση
ανάλογη με αυτή που μπορεί να έχει κανείς ύστερα από την υπερβολική κατανάλωση
φαγητού ή αλλιώς έτσι και φάει τον αγλέορα.
Η αθωότητα της πάπιας
Οι πάπιες είναι αθώες,
τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα βγάζει η ιστορία πίσω από τη φράση «κάνεις την
πάπια» που σημαίνει κάνεις τον ανήξερο (ενώ ξέρεις…). Προέρχεται από τη φράση
«ποιείς τον παπίαν» που ξεκίνησε τη βυζαντινή εποχή και αφορούσε τη θέση του
παπία, του κλειδοκράτορα δηλαδή του παλατιού, ο οποίος όφειλε να είναι εχέμυθος
και να μην αποκαλύπτει το παραμικρό, καθώς γνώριζε τα πάντα από όσα συνέβαιναν
μέσα στο παλάτι. Κάπως έτσι ξεκίνησε το «ποιείς τον παπίαν» που εξελίχθηκε στο
σημερινό πιο απλουστευμένο «κάνεις την πάπια».
Η Μιχαλού και ο Παντελής
Αν αναζητήσουμε κάποια από τα
πρόσωπα που πιθανόν κι οι ίδιοι έχουμε χρησιμοποιήσει στο λόγο μας προκύπτουν
πολλές απορίες: ποια είναι η Μιχαλού και γιατί είναι τόσο κακό να της χρωστάει
κανείς ή ποιος είναι ο Παντελής – Παντελάκης μου, που λέει όλο τα ίδια και τα
ίδια; Και στις δύο περιπτώσεις, ο μύθος λέει πως υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα.
Για την ιστορία της Μιχαλούς,
ωστόσο, υπάρχουν επιφυλάξεις. Η δημοφιλέστερη εκδοχή λέει πως πρόκειται για μια
άκαρδη και ανελέητη ταβερνιάρισσα στο Ναύπλιο τα πρώτα χρόνια του ελληνικού
κράτους, η οποία εξευτέλιζε όσους αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τα χρέη τους και
είχε μονίμως γραμμένα τα ονόματά τους στον τοίχο του μαγαζιού της -ώστε να τα
βλέπουν όλοι. Γι’ αυτό και η φράση «χρωστάει της Μιχαλούς» απέκτησε στο πέρασμα
των χρόνων τρομακτικές διαστάσεις. Υπάρχουν όμως κάποιες ιστορικές ανακρίβειες
που θέτουν την ιστορία υπό αμφισβήτηση.
Για την περίπτωση του Παντελή που ενέπνευσε τη φράση «τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», υιοθετείται ευρέως η εκδοχή που λέει ότι πρόκειται για τον γενναίο Κρητικό Παντελή Αστραπογιαννάκη, ο οποίος πήρε τα βουνά όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο και τις νύχτες χτυπούσε τους κατακτητές κι έδινε κουράγιο στους συμπατριώτες του, λέγοντας πως το νησί σύντομα θα απελευθερωθεί. Οταν ήρθε η απελπισία, ξεκίνησε και η φράση «τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», που χρησιμοποιείται συχνά και σήμερα.
Για την περίπτωση του Παντελή που ενέπνευσε τη φράση «τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», υιοθετείται ευρέως η εκδοχή που λέει ότι πρόκειται για τον γενναίο Κρητικό Παντελή Αστραπογιαννάκη, ο οποίος πήρε τα βουνά όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο και τις νύχτες χτυπούσε τους κατακτητές κι έδινε κουράγιο στους συμπατριώτες του, λέγοντας πως το νησί σύντομα θα απελευθερωθεί. Οταν ήρθε η απελπισία, ξεκίνησε και η φράση «τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου», που χρησιμοποιείται συχνά και σήμερα.
Τα σπάμε -εσαεί…
Οι αρχαίες συνήθειες είναι μια
τεράστια πηγή έμπνευσης για τη σημερινή καθομιλουμένη ακόμα και στις πιο αργκό
ή νεανικές εκδοχές της. Χαρακτηριστικό είναι ότι φράσεις όπως «τα σπάσαμε» ή
«τα τσούξαμε» που χρησιμοποιούνται ευρέως, έχουν τις ρίζες τους σε έθιμα από
την αρχαιότητα. Το πρώτο σχετίζεται με μια συνήθεια των αρχαίων Κρητών να
συγκεντρώνονται την παραμονή του γάμου τους σε ένα δωμάτιο, όπου τραγουδώντας
και χορεύοντας έσπαγαν πήλινα βάζα. Διασκέδαζαν δηλαδή ή όπως θα λέγαμε και
σήμερα «τα έσπαγαν». Οσο για το «τα τσούξαμε», λέγεται πως ξεκίνησε από
γυναίκες, οι οποίες ανακάτευαν το κρασί τους με διάφορα βότανα για να γίνει πιο
πικάντικο. Αρα το έτσουζαν -από αρχαιοτάτων χρόνων…
“Ο μήνας έχει εννιά”
Η επικρατέστερη εκδοχή για τη
φράση αυτή είναι ότι, στα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, οι δημόσιοι
υπάλληλοι πληρωνόντουσαν κάθε εννιά ημέρες! Όχι κάθε μήνα που επικράτησε
αργότερα. Από αυτή, λοιπόν, την αιτία πιστεύεται ότι βγήκε η φράση: “ο μήνας
έχει εννιά”. Υπάρχει και παλιό τραγούδι που το λέει (“…και ο μήνας έχει
εννιά”), ίσως για να τονίσει το… αραλίκι των δημοσίων υπαλλήλων. Μια άλλη
εκδοχή ανάγει τη φράση στην απάντηση που έδωσαν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους,
όταν αυτοί τους ζήτησαν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες: «Είναι εννέα
του μηνός και δεν είναι γιομάτο το φεγγάρι…»!
“Αστον να κουρεύεται”
Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν
σύνηθες θέαμα η διαπόμπευση. Οι Βυζαντινοί πολίτες αρέσκονταν να πηγαίνουν στις
πλατείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι
τιμωρούμενοι ήταν κλέφτες, ριψάσπιδες, μέθυσοι, αντάρτες, αλλά και εξέχοντα
πρόσωπα! Η πρώτη ενέργεια εναντίον του διαπομπευόμενου ήταν να τον κουρέψουν!
(κάτι σαν “τέντι-μπόι”, δηλαδή). Εθεωρείτο δε μεγάλη προσβολή να κουρέψεις
κάποιον, ακριβώς όπως στα χρόνια της Επανάστασης (1821) ήταν προσβολή να πεις
σε κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι! Φράσεις όπως “άστον να κουρεύεται”
και “άντε να κουρεύεσαι”, αφορούσαν σε άτομα τόσο “σκάρτα”, ώστε να τους αξίζει
η διαπόμπευση. Το ρήμα “κουρεύω” στους Βυζαντινούς απαντάται και ως ‘κουράζω”.
Συνηθισμένη η φράση: “τον τάδε
εκούρασαν μοναχόν”. Επειδή λοιπόν, για τον καταδικαζόμενο στη διαπόμπευση και
“κουράν”, το γεγονός δημιουργούσε ένα ψυχικό και σωματικό κάματο, γιατί πολλές
φορές τον έδερναν κιόλας, μας έμεινε το “κουράζω” ως συνώνυμο του “καταπονώ”.
“Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του”
Στο Μεσαίωνα, οι περισσότεροι
μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από το μάθημα, παρά να πηγαίνουν στο σχολείο,
επειδή τότε οι δάσκαλοι ήταν περισσότερο παιδονόμοι και λιγότερο παιδαγωγοί.
Όταν ένας μαθητής, λοιπόν, δεν απαντούσε σε μια ερώτηση, δενόταν χεροπόδαρα και
μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε παρέα με τα ποντίκια! Άλλοτε,
πάλι, τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Πρώτη τιμωρία ήταν το ξύλο. Τα
απάνθρωπα μέσα “παιδαγωγικής” εφαρμοζόντουσαν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης.
Στην Αγγλία καταργήθηκαν, μόλις τον 18ο αι. Έτσι, τα παιδιά προτιμούσαν να το
σκάνε όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από τα σπίτια… Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι
ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους
μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα
μαθήματα -για να ξαναρχίσουν τέλη Σεπτεμβρίου. Κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος
να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το… ξύλο του. Είχαν την εντύπωση ότι,
τον ένα μήνα που θα έλειπαν από το σχολείο τα παιδιά, θα ήταν φρόνιμα! Γι αυτό
λέμε: “έφαγε το ξύλο της χρονιάς του”, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος τις έφαγε
για τα καλά.
“Τα έκαναν πλακάκια”
Τη φράση αυτή λέμε όταν θέλουμε
να δείξουμε ότι, δυο άνθρωποι τα είχαν από πριν συμφωνημένα, ώστε να μη
φαίνεται τίποτα από εκείνο που τους κατηγορούσαν. Μερικοί θέλουν να
υποστηρίζουν ότι η έκφραση προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων
των σπιτιών: είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα που δε μένει κανένα κενό!
Άλλοι πάλι λένε, πως η έκφραση προήλθε από το παιχνίδι των χαρτιών “πλακάκια”:
δυο συμπαίκτες κανονίζουν έτσι τα κοψίματα των χαρτιών (στα πλακάκια κόβουν
πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο – ανάλογα τη συμφωνία –
κερδίζει), ώστε να χάνει πάντα ο τρίτος συμπαίκτης τους.
“Φτου, κι απ’ την αρχή” και “απ’ έξω
κι ανακατωτά”
Στο Βυζάντιο, όταν τελείωναν τα
παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα για να τη διορθώσει.
Μετά, ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή δε πολλές
φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα αφού προηγουμένως τα
έφτυναν! Από τότε επικράτησε η φράση: “Φτου, κι απ’ την αρχή” (όπως τώρα με το
νέο μνημόνιο!). Τα παιδιά μάθαιναν επίσης να δείχνουν τα γράμματα και να λένε
απ’ έξω την αλφαβήτα. Ο δάσκαλος, για να πεισθεί πως τα παιδιά την ξέρουν καλά,
τους έδειχνε τα γράμματα ανακατωμένα. Εκτοτε επικράτησε να λέμε γι’ αυτόν που
γνωρίζει κάτι καλά, ότι το ξέρει “απ΄έξω κι ανακατωτά”
Χρωστάει της Μιχαλούς
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη
μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα,
μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια
γυναίκα, τη Μιχαλού. Η
Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια»
αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε
τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι
αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Έφαγα χυλόπιτα
Γύρω στα 1815 υπήρχε
κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης
Νένιμος, ο
οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα
από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση,
θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα – και μάλιστα επί
τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
Μυρίζω τα νύχια μου
Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά
την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ’ ένα υγρό με βάση
το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν
κοντά στη μύτη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας κατά
την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
Τρώει τα νύχια του για καυγά
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα
των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι
από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την
ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν
τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής
έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή
με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων
σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά
από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι’
αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα
δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για
καβγά».
Μάλλιασε η γλώσσα μου
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν
διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε
τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που
ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο,
όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο
στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε,
μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε
και η παροιμιώδης φράση: «μάλλιασε
η γλώσσα μου», που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με
τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μου έφυγε το καφάσι
Στα Τούρκικα καφάς θα πει
κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή
λέμε :» του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του
κτυπήματος.
Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε :»μου έφυγε το καφάσι» , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα
Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε :»μου έφυγε το καφάσι» , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα
Τουμπεκί
«Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο
καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής.
Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες»
των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον
πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε
τουμπεκί».
Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και
από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις
ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας
μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.
Και αν κάνεις, που κι αυτός
κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του
έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο»
τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν
και καλύτερο.
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν,
σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά
μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα – για
να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου – κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να
περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το… ξύλο του.
Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι
τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε
και η φράση: «έφαγε
το ξύλο της χρονιάς του», που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως
κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα
Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα
ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό
της . Από ‘δω έχουμε και τη γνωστή φράση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα».
Έφαγε το καταπέτασμα
Για εκείνους που τρώνε πάρα
πολύ, τους αδηφάγους ή τους άρπαγες, συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε την
έκφραση αυτή. Παραπέτασμα, κουρτίνα, στόρι, ίσως και τραπεζομάντηλο. Στη φράση
αυτός που πήρε ακόμα και το «αταπέτασμα» ή κατά άλλους έφαγε ακόμα και το
τραπεζομάντηλο… τόση πείνα είχε…
Θα σε κάνω του αλατιού
Η φράση «θα σε κάνω του
αλατιού» βγήκε από τον τρόπο που γίνονται οι σαρδέλες και γενικά όλα τα ψάρια,
όταν παστώνονται με αλάτι. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι
λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.
Να τραβάς τα μαλλιά σου
Φράση που τη μεταχειρίζεται
κανείς, όταν θέλει να πει σε κάποιον ότι θα τον κάνει να πονέσει, θα τον
καταστρέψει. Η φράση προήλθε από το έθιμο να τραβάνε τα μαλλιά τους αυτοί που
πενθούν, αυτοί που θρηνούν.
Κάποιος φούρνος γκρέμισε
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός
χωριού μετριόντουσαν με τους. ..φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν
ότι» το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά» τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι
είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Όταν λοιπόν στα χωριά πέθαινε
κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε»,
εννοώντας ότι με το θάνατο του αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε,
χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος
γκρέμισε» που τη λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ
καιρό.
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
Στα παλιά τα χρόνια τα
κουρσάρικα πλοία είχαν πλήρωμα συνήθως κωπηλάτες, που οι περισσότεροι ήταν
συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι
των κατέργων – δηλ. πλοίο που δούλευαν στο πλοίο).
Όταν λοιπόν ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους πάγκους.
Όταν λοιπόν ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους πάγκους.
Του Κουτρούλη ο Γάμος
Κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε
τον «αμαρτήσαντα»,
τον έκαναν δηλαδή «κουτρούλη» (από το κούτρα, που θα πει κεφάλι) κι ύστερα
άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων.
Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο,
με τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια που του πετούσαν, τα κουδούνια που του
κρεμούσαν, και τις καμπάνες που τις χτυπούσαν, για να τον υποδεχτούν.
Της κρέμασαν κουδούνια
Αυτοί που παρακολουθούσαν το
θέαμα της διαπόμπευσης, δεν τους αρκούσε που άκουγαν βρισιές και τα διάφορα
πειράγματα, αλλά για να γίνεται περισσότερος θόρυβος τους κρέμαγαν
διάφορα καμπανάκια (κουδούνια)
ή τους υποδεχόντουσαν με κωδωνοκρουσίες.
Καβάλησε το καλάμι
Είναι μια έκφραση που ίσως
προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το
έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο.
Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους,
καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι.
Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Την εποχή λοιπόν που οι Τούρκοι
προσπαθούσαν να καταλάβουν την Πόλη, χρησιμοποιούσαν εμπορικά πλοία στα οποία
έδεναν ένα μικρό καραβάκι από πίσω προκειμένου να μεταφέρουν τα πυρομαχικά.
Το καραβάκι αυτό είχε σχήμα
αχλαδιού. Έτσι λοιπόν όταν οι φρουροί των τειχών έβλεπαν ένα τέτοιο πλοίο
καταλάβαιναν από το καραβάκι ότι ήταν πολεμικό και όχι εμπορικό. Φώναζαν λοιπόν
για να προειδοποιήσουν τους υπολοίπους «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» αναφερόμενοι
στο καραβάκι με τα πυρομαχικά.
Αλαμπουρνέζικα
Ακαταλαβίστικα, σε ακατάληπτη
γλώσσα. Αβέβαιη η εξήγηση – ετυμολογία της. Ίσως πρόκειται για δυο λέξεις (αλά Μπουρνέζικα)
– όπως λέμε αλά Γαλλικά- δηλ. στη διάλεκτο της φυλής Μπουρνού, που ζει σε μια
περιοχή του Σουδάν, η οποία για τους περισσότερους είναι ακατανόητη…
Κατ’ άλλη άποψη, ο αρχικός
τύπος της λέξης, που στη συνέχεια παρεφθάρη, ήταν αλιβορνέζικα,
δηλ. πράγματα θαυμαστά και ασυνήθιστα που προέρχονται από το Λιβόρνο της
Ιταλίας.
Σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, η
λέξη σχηματίστηκε από το ιταλικό alla
burla, που σημαίνει στ’ αστεία.
Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον
σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα»
ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε για πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το
δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε
παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».
Αυγά σου καθαρίζουν;
Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε
κάποιον να γελά χωρίς λόγο και αφορμή. Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν
-για να τιμήσουν την Αφροδίτη και
το Διόνυσο– μ’ έναν
πολύ τρελό και παράξενο τρόπο: Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και
άρχιζε τον «πετροπόλεμο» με. αυγά μελάτα!
Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη
την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξεφρενιασμένα. Τα γέλια αυτά
εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες. Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος
μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι
κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δεσποινίδες και αυτοκράτορες
καμιά φορά. π. χ. ο «αυγοπόλεμος» ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του
Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και τους ακόλουθους των ανακτόρων
του, χωρίς να είναι η μέρα της γιορτής των αυγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η
γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως.
Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο – τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο – που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων – έμεινε η ερωτηματική φράση:
Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο – τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο – που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων – έμεινε η ερωτηματική φράση:
«αυγά σου καθαρίζουνε;».
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος
Από τα αρχαία χρόνια, οι
άνθρωποι αγαπούσαν αυτό το ζώο, όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και την αντοχή
του στη δουλειά. Η ιστορία αυτής της φράσης έχει να κάνει με τον Φωκίωνα που
ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες
του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα,
επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι.
Τότε αποφάσισε, από ότι έχουμε
διαβάσει, να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση του, ώσπου να του στείλουν
τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν
έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου στο
στρατόπεδο του:
– Κατά φωνή κι ο γάιδαρος… είπε τότε.
Πηγή: Jim Jimmy (Κλεισθένης)( ideopigi.blogspot.gr)