Κάποτε μπροστά στην πύλη του ανακτόρου
εμφανίστηκε ένας ζητιάνος - σούφι.
Κανένας δεν τόλμησε να τον σταματήσει και
εκείνος κατευθύνθηκε στον θρόνο που στρογγυλοκαθόταν ο βασιλιάς Ιμπραγκίμ
μπεν-Άνταν...
- Τι θέλεις; Τον ρώτησε αυστηρά ο βασιλιάς.
– Θέλω μια θέση για να διανυκτερεύσω στο χάνι
σου.
– Εδώ δεν είναι χάνι, είναι το παλάτι μου,
είπε προσβεβλημένος ο Βασιλιάς.
– Μήπως μπορείς να μου πεις ποιος ήταν
ιδιοκτήτης αυτού του παλατιού πριν από εσένα:
– Ο πατέρας μου, που πέθανε είπε με απορία ο
μεγάλος Βασιλιάς.
– Και ποιος ήταν νοικοκύρης πριν τον πατέρα
σου;
– Ο παππούς μου, αλλά και αυτός είναι
πεθαμένος απάντησε ο Βασιλιάς.
– Δηλαδή, σ’ αυτό το μέρος οι άνθρωποι
σταματάνε για κάποιο μικρό ή
μεγάλο χρονικό διάστημα για να συνεχίζουν την άλλη μέρα τον δρόμο τους…. Δεν
άκουσα καλά, ή μήπως κάνω λάθος, εσύ
δεν ήσουνα εκείνος που είπε πως δεν είναι χάνι; (mythagogia)