Το βράδυ μας βρήκε να
καθόμαστε στο τραπέζι με τους δυο από τους πέντε καλεσμένους που περίμενε ο
Λουκάς, οι υπόλοιποι θα ερχόντουσαν την επόμενη ημέρα τελικά, και να
απολαμβάνουμε τα εδέσματα που η Βαλίνα και εγώ είχαμε επιλέξει και ετοιμάσει...
Ο Λουκάς έχοντας δίπλα
του δυο ηρωίδες του, ήταν μες την τρελή χαρά. Μέλι έσταζε το στόμα του όταν μας
μιλούσε γι’ αυτές και δεν δίσταζε κάθε λίγο και λιγάκι να τις αγκαλιάζει και να
τις φιλά.
Η Ελένη, πιο εκφραστική
από τη Φελίσια, με το πρώτο ποτηράκι που ήπιε, άρχισε να κελαηδάει, με το Λουκά
να τη χτυπάει στον ώμο και να της λέει ότι από τότε που τη γνώρισε, αυτό ήταν
το αδύνατο σημείο της.
«Δεν έχω να κρύψω
τίποτα από κανέναν, όπως και δεν έχω να δώσω αναφορά σε κανέναν. Ζω τη ζωή μου
και διασκεδάζω το σήμερα» του είπε, για να της πιάσει το μάγουλο αυτός και να
της το στρίψει.
«Ζαργάνα μου εσύ.
Αλήθεια θυμάσαι καθόλου πως έβλεπες τη ζωή όταν είχες έρθει στην πρώτη μας
συνάντηση;»
«Ξεχνιέται; Απελπισμένη
ήμουνα και ζητούσα να πιαστώ από κάπου. Δύσκολα χρόνια και ευτυχώς που βρέθηκες
εσύ στο δρόμο μου και μου άνοιξες τα μάτια».
«Πρόβλημα με τα μάτια
δεν είχες ποτέ και το ξέρεις. Η αυτοπεποίθηση σου έλειπε και η σιγουριά για το
επόμενο βήμα» της απάντησε ο Λουκάς καθώς εγώ έβαζα μπύρα στα ποτήρια, η Βαλίνα
τροφοδοτούσε το τραπέζι με νέους μεζέδες και η Φελίσια ως πειραχτήρι, σατίριζε
τα πάντα.
«Ε όχι ότι δεν είχε
πρόβλημα με τα μάτια. Στο χιλιόμετρο έβλεπε τι γινότανε μέσα στα σπίτια και
όταν αγόρασε και τα πρώτα κιάλια, έγινε εξπέρ στις παρακολουθήσεις».
«Να φανταστώ ότι έχεις
σχέση με τα σώματα ασφαλείας;» ρώτησα και έβαλαν οι τρεις τους τα γέλια.
«Ναι, ναι. Έχει κάνει
στην ΚΥΠ» μου απάντησε η Φελίσια για ν’ ακολουθήσει εκ νέου ένα παρατεταμένο
γέλιο.
Η Βαλίνα που καθότανε
δίπλα μου στο τραπέζι, μου χάιδεψε τρυφερά το πόδι με το δικό της, δηλώνοντας
έτσι συμπαράσταση και βγάζοντας με από τα δίχτυα της αμηχανίας, που είχα
μπλεχτεί.
«Η νούμερο ένα ματάκιας
της Ελλάδος ήμουν Δωρόθεε, με δεκάδες τιμητικές διακρίσεις και κοινωνικά
έπαθλα» είπε η Ελένη, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο Λουκά και κοιτάζοντας
εμένα στη συνέχεια.
«Συγνώμη, δεν ήθελα…»
«Σιγά που θα ζητήσεις
και συγνώμη. Άμα σ’ ενδιαφέρει όμως μπορώ κάποια στιγμή να στη διηγηθώ. Έχει
πολύ γέλιο».
«Χαίρομαι που το αντιμετωπίζεις
έτσι ζαργάνα μου».
«Τα έβαψα κάποτε μαύρα
και κόντεψα να καταστραφώ. Γιατί να επαναλάβω πάλι το ίδιο λάθος;» ρώτησε το
Λουκά που ανάβοντας το πούρο του της πρόσφερε ένα γλυκό χαμόγελο.
«Αυτά που έζησε Δωρόθεε
η Ελένη ξεπερνούν τα όρια της φαντασίας και είναι θαύμα που αυτή τη στιγμή
είναι ανάμεσά μας.»
«Είναι ο πλούτος μου
όμως και η προσωπική μου επιτυχία Δόκτορα. Κέρδισα τις μάχες, κέρδισα και τον
πόλεμο».
(απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ»
του Παύλου Ανδριά, που κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ, Χ. Τρικούπη 31, τηλ. 210-3300443)