Κάποτε
ένας μικρός έκλεψε την πλάκα ενός συμμαθητή του και την πήγε στην μάνα του. Η
μάνα του όμως αντί να τον χτυπήσει το επαινούσε. Ύστερα από λίγο καιρό ο γιος
της έκλεψε ένα ρούχο που πάλι της το
πήγε...
Η
μάνα χάρηκε και τον επαινούσε ακόμα πιο
πολύ και σαν μεγάλωσε το παιδί, έκλεβε μεγαλύτερα πράγματα. Κάποτε όμως τον
έπιασαν την ώρα που έκλεβε και αφού του έδεσαν πίσω τα χέρια, τον πήγαιναν στον
δήμιο.
Η
μάνα του πίσω δέρνονταν και χτυπούσε τα στήθη της. Το παιδί τότε παρακάλεσε,
πως θέλει να πει κάτι τάχα μυστικό στην μάνα του, εκείνοι τον άφησαν και αυτό
την πλησίασε, της δάγκωσε το αυτί και της το έκοψε.
Τον
καταριόταν η μάνα του για την ασέβειά του. Τότε μλιλησε εκείνος και της είπε:
«Μάνα, αν με χτυπούσες τότε που σου έφερα το πρώτο κλεμμένο δεν θα με οδηγούσαν
τώρα δεμένο πισθάγκωνα στον θάνατο».
Ο
μύθος μας λέει πως, όταν ένα κακό μένει ατιμώρητο στην αρχή μετά χειροτερεύει.