Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά. Λαλάρια είναι
οι πέτρες του γιαλού, λαλαρίδια τα βότσαλα, ή για να πάρω τον ορισμό του Γ.
Ρήγα (στο Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός),
είναι «μικροί αυγοειδείς και λείοι λίθοι της ακρογιαλιάς». Λέγεται και για...
Στην Οδύσεια
του Καζαντζάκη, «τα κύματα αλαφριά, φρουφρουριστά, με το λαλάρι επαίζαν». Στον
Παπαδιαμάντη, οι καλικατζούνες, ένα είδος θαλασσοπούλια, «εφάνταζαν ως χήραι
γυναίκες μοιρολογίστρες επάνω στα γκρίφια και τα λαλαρίδια του γιαλού».
Σύμφωνα με τον Κ. Καραποτόσογλου (Ετυμολογικό γλωσσάρι Παπαδιαμάντη), το
λαλάριον είναι υποκοριστικό του μεταγενέστερου η λάλλα. Κατά τους αρχαίους, «λάλλαι εισίν αι ψήφοι αι παραθαλάσσιαι,
αι υπό των κυμάτων κινούμενοι και ψόφον τινά αποτελούσαι», τα βότσαλα που τα
πηγαίνει πέρα – δώθε το κύμα και κάνουν κάποιο θόρυβο.