Ο Σεπτέμβρης έφθασε στα μισά
του, οι ζέστες...
όμως συνεχίζουν, όπως γινόταν πάντα και ειδικά όταν άρχιζαν τα
σχολεία.
Κάθε πρωί ένας γρήγορος καφές
και τρέξιμο πολύ.
Μπήκα και σήμερα στον
ηλεκτρικό, ευτυχώς κάθισα και άνοιξα το βιβλίο μου, δυστυχώς κόλλησα από την
πρώτη σελίδα, οι φωνές των ανθρώπων είναι... πως να το πω, εκνευριστικές,
μιλάνε στο κινητό τους, φωνάζουν, αναλύουν χωρίς να τους νοιάζει ό διπλανός
του, κατεβάζω το βιβλίο μου θυμωμένη ομολογώ και σκέφτομαι να κάνω μια προσευχή
για ηρεμία και Φώς και για να μην χαλάσω την θετική μου διάθεση, εξάλλου ακόμη
είμαστε Περισσό, βλέπω απέναντι μου έναν κούκλο, αλήθεια πώς δεν τον είδα
μπαίνοντας?
Μαύρα γυαλιά, υπέροχο
κοστούμι, μαύρος πανάκριβος χαρτοφύλακας και ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη πού
συχνά γίνεται μεγάλο, αλήθεια πού κοιτάει? Εμένα μήπως?
Ξαφνικά βλέπω ότι φθάσαμε Αττική,
λές να κατέβει? Όχι ευτυχώς…
«Μάθαμε και τα σημερινά νέα»,
ακούω να λέει. Θεέ μου τί ωραία φωνή!
«Σε μένα το είπατε?»
«Φυσικά, μυρίζετε υπέροχα…»
«Ευχαριστώ Σανέλ…»
«Νο 5…» συμπληρώνει με ένα
τεράστιο χαμόγελο!
Ενοχλήστε και εσείς από αυτό
πού γίνεται έτσι?»
«Ναι είναι φοβερό κάθε φορά ή
ίδια ιστορία…»
«Αλήθεια έχετε λίγο χρόνο να
πιούμε έναν καφέ στου Ζόναρ'ς και να τα πούμε πιο ήσυχα εκεί?»
Θεέ μου ευχαριστώ, είπα από
μέσα μου και αμέσως του απάντησα
«Ναι έχω ξεκινήσει νωρίτερα και
μπορώ»
«Ωραία…»
Ομόνοια, κατεβαίνουμε και
ανοίγει τον χαρτοφύλακα και βγάζει ένα μπαστούνι για τυφλούς...τά χάνω...
«Σε πειράζει? Α, Στέργιος»
«Όχι, όχι βέβαια, Ευτυχία και
αν θές στηρίξου πάνω μου…»
«Ωραία ευχαριστώ…», μου είπε, κλείνει το
μπαστούνι και πιάνει το χέρι μου σφιχτά ομολογώ, κατεβαίνουμε για το μετρό και
λέει…
«Από εδώ είναι οι
κυλιόμενες…»
«Δεν κατεβαίνω κυλιόμενες
μόνο τις ανεβαίνω, θα πάμε με το ασανσέρ, πειράζει?»
«Όχι βέβαια…»
Ώσπου να κατέβουμε έχουμε πεί
αρκετά και γελάμε και πολύ, έχει χιούμορ ο άνθρωπος, φθάνουμε στου Ζόναρ'ς και
όλοι τού μιλάνε με χαρά και σεβασμό.
«Είσαι τακτικός πελάτης βλέπω»
«Ναι…» μου λέει χαμογελαστός και
δίνουμε την παραγγελία στο γκαρσόν πού περιμένει ευγενικά.
«Χρησιμοποιείς συχνά τον
ηλεκτρικό;» με ρωτάει
«Ναι δεν οδηγώ πια»
«Ούτε και εγώ» λέει γελώντας,
«…γι’ αυτό ακούω πολύ»
«Εγώ πάλι λόγω δουλειάς ακούω
και παρατηρώ πολύ είμαι…»
«Ηθοποιός», λέει εκείνος
«Πώς το κατάλαβες?»
«Είναι η έκτη αίσθηση» και
χαμογελάει με εκείνο το υπέροχο χαμόγελο του, το τόσο φωτεινό και γεμάτο φώς
και θετική ενέργεια.
Η ώρα περνάει γρήγορα…
«Ούπς άργησα πρέπει να φύγω,
έχω…»
«Τί ώρα τελειώνεις?»
«Γύρω στις 5 σήμερα…»
«Ωραία, γράψε μου διεύθυνση και
θα ‘ρθω να σε πάρω με το αυτοκίνητο»
«Τί???»
«Ο οδηγός μου δηλαδή, μην
φοβάσαι σκεφτόμουν δείπνο σπίτι μου»
Έμεινα άφωνη, δεν ήξερα τί να
κάνω αλλά τελικά έγραψα την διεύθυνση
«Είσαι σίγουρος? Μήν σέ βάλω
σέ κόπο?»
«Τί λές καλή μου βρήκα
κάποιον άλλον να μ’ ακούει και θα σε αφήσω να φύγεις? Αποκλείεται, τα λέμε γύρω
στις 6:00 λοιπόν, μένω Κηφισιά…»
Τί ηλιόλουστη μέρα είναι
αυτή, νοιώθω φανταστικά όταν βλέπω να μπαίνει με έναν τεράστιο δίσκο μέσα ο Στέργιος,
είναι γυμνός από την μέση και πάνω με υπέροχους κοιλιακούς!!!
Εγώ? Φοράω το πάνω μέρος της πιζάμας
και παίρνω τον δίσκο από τα χέρια του γελαστή, με φιλάει τρυφερά και μού λέει
γελώντας
«Τελικά δεν είναι
καταπληκτικό να ακούει και κάποιος άλλος?» Αν είναι... Ευχαριστώ Θεέ μου και
πάλι!
Ε, τώρα ακατάλληλο...