Κάποτε
ένας γέρος φοβητσιάρης, βλέπει στον ύπνο
του πως ο μονάκριβος γιος του κατασπαράζονταν από λιοντάρι. Από το φόβο
του μην βγει αληθινό το όνειρο, έχτισε ένα ωραίο και ψηλό σπίτι και έκλεισε
εκεί μέσα το γιο του...
Για να διασκεδάζει έβαλε και ζωγράφισαν στους τοίχους
πολλά και διάφορα ζώα, ανάμεσα δε σε αυτά και ένα λιοντάρι. Ο νέος στεναχωρούταν
πιο πολύ σαν τα έβλεπε όλα αυτά τα ζώα.
Μια μέρα λοιπόν στάθηκε μπροστά στο
λιοντάρι και του είπε: «Κακό θεριό! Εξ’ αιτίας σου και εξ΄αιτίας του απατηλού
ονείρου του πατέρα μου είμαι στην φυλακή, που για γυναίκες μονάχα αρμόζει».
Και
έβαλε το χέρι του στον τοίχο για να τυφλώσει το λιοντάρι. Μια αγκίδα όμως
μπήχνεται στο δάχτυλό του, του προξενεί πόνο και ύστερα πρήξιμο. Μετά του
παρουσιάστηκε πυρετός και το παιδί δεν άργησε να πεθάνει και έτσι το λιοντάρι,
αν και ζωγραφισμένο τον σκότωσε χωρίς να του κάνει καλό αυτό που ο πατέρας του
σκέφτηκε.
Ο
μύθος μας λέει πως είναι αδύνατον να αποφύγουμε το πεπρωμένο.