«Μα
είσαι ηλίθια; Είναι δυνατόν να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι τη σήμερον
εποχή; Όλοι κονομάνε αγάπη μου. Εσύ γιατί να μείνεις απ’ έξω; Δε σου λέω να
κλέψεις εκκλησία, για το κράτος μιλάω. Άντε αγάπη μου ξεκόλλα! Η ζωή είναι
ωραία, αρκεί να ξέρεις να τη γλεντάς», έλεγε και ξαναέλεγε η κυράτσα που
ξύπναγε το πρωί, αρωμάτιζε το κορμί της, ενημερωνόταν εγκυκλοπαιδικά από το
τηλεοπτικά πρωινάδικα και μετά το έλιαζε όλη μέρα, αφού κάποιος άλλος είχε
κάνει γι’ αυτή, με το αζημίωτο βέβαια, την κίνηση ματ απέναντι στο κράτος και
της είχε κάνει δώρο μια «μαϊμού»!
Έτσι,
φορώντας ένα prada
σκούρο γυαλί ηλίου έγινε τυφλή μέσα σ’ ένα βράδυ, ραντίζοντας το κορμί της με
πατσουλοαρώματα της κοβότανε η ανάσα και με τη συμβουλή της σοφής φίλης, δήλωνε
ότι είχε χρόνιο άσμα και τσέπωνε το επίδομα…
Άσε
την άλλη που είχε μπάρμπα στην Κορώνη. Γλεντούσε, τραγουδούσε και χόρευε πάνω
στα τραπέζια με το νάζι, αφού τσέπωνε το μηνιάτικο ως παραπληγική, ως κωφάλαλη
που ζωντανεύει ότι το χρώμα του χρήματος δει!
Για
να μην πούμε για εκείνες τις άγιες γιαγιάδες που δούλευαν μέχρι το κοντέρ να
χτυπήσει 100, για τα εγγόνια τους που ενώ δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, πλούτισαν
με τα παραμύθια τους.
Και
τώρα που ξαφνικά έπεσε «ακρίδα» στη χώρα, όλες τους πάνε να κρυφτούνε ως
προδομένες από το σύστημα που τις εκμεταλλεύτηκε και τους κόλλησε τη ρετσινιά
του απατεώνα.
Αν
είναι δυνατόν. Είπαμε. Μαϊμούδες γέμισε η χώρα, όχι απατεώνες! Έλεος δηλαδή με
αυτές τις συκοφαντικές ταμπέλες ταυτοποίησης.
Ας
φροντίσουν λοιπόν οι «αδέκαστοι» ηγέτες μας ν’ αποκαταστήσουν αυτά τα λάθη,
πριν βγούμε όλοι στους δρόμους.
Παύλος
Ανδριάς