Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Πόσο πονούν οι αναμνήσεις; Μέρος 1ο


Ο  Αλέκος είχε να πατήσει το πόδι του στην Αθήνα, στην Κυψέλη, εδώ...
και τριάντα πέντε χρόνια.  Ύστερα από εκείνο το μοιραίο βράδυ, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Έχτισε τη ζωή του πάλι απ’ την αρχή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη.  Ο αγώνας, η βιοπάλη κι ο χρόνος, αυτός ο αδυσώπητος εχθρός κάθε ανθρώπου, τον απομάκρυναν απ’ όλους κι απ’ όλα, ακόμα κι απ’ τον παιδικό του φίλο, το Βαγγέλη.
Η πλατεία της Κυψέλης είχε αλλάξει, δεν είχε καμιά σχέση με τότε, με την εποχή της νιότης του.
«Θυμάσαι;» τον ρώτησε ο παλιός του φίλος, καθώς περπατούσαν στα παλιά τους λημέρια.
Ο Αλέκος κούνησε το κεφάλι.
Τι είχε απομείνει; Αναμνήσεις μόνο.
Στη θέση του κλαμπ που τα ζευγαράκια λικνίζονταν αγκαλιασμένα στους ήχους του μπλουζ, κρατώντας ένα ποτήρι βερμούτ, είχε τώρα ξεφυτρώσει μια αμφιβόλου αισθητικής πολυκατοικία. Οι ένοικοί της ήταν μελαψοί, σχεδόν μαυριδεροί, φορούσαν παράξενα, πολύχρωμα ρούχα και μιλούσαν μια γλώσσα αλλιώτικη.
«Α ρε Μιράντα», του ξέφυγε.
Πού τη θυμήθηκα; σκέφτηκε. Η Μιράντα… με τα μαύρα μακριά μαλλιά, τις γυριστές βλεφαρίδες και τα σούπερ μίνι φορέματα. Κάτι σαν την Έλενα Ναθαναήλ ένα πράμα! Θηλυκό με τα όλα της.
Ο Βαγγέλης έσμιξε τα φρύδια.
Η Μιράντα… η Μιράντα, συλλογίστηκε. Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου… το πιο όμορφο και γλυκό όνειρο… η Μιράντα
Κατά έναν περίεργο τρόπο είχαν κι οι δυο γοητευτεί από αυτή την κοπέλα. Κι εκείνη πάλι, ήθελε τόσο πολύ να πειραματιστεί…
Πώς είναι άραγε να καίγονται δυο νέοι άντρες για πάρτη σου; Να σε μοιράζονται; Να σε «παίρνουν» την ίδια στιγμή; Κι εσύ να ριγάς, να λιώνεις, να σέρνεσαι και να πετάς; Να νιώθεις το αχ, το βογκητό και το ψυχορράγημά τους;
Δυο νέοι άντρες διαφορετικοί μα και τόσο ίδιοι;


Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017