Από τα χρόνια της
επαγγελματικής μου εφηβείας...
είχα κατανοήσει ότι
το δημοσιογραφικό κείμενο είναι ένα ποτάμι και ο αναγνώστης
η εκβολή του. Μοναδικός προορισμός τού ρεπορτάζ, του άρθρου,
του σχολίου – του οτιδήποτε δημοσιευμένου– ήταν να φτάσει στον
άνθρωπο που θα το ξεχώριζε ανάμεσα σε πολλά άλλα κείμενα και θα του
έκανε την τιμή να το διαβάσει από την αρχή ώς το τέλος.
Με τα χρόνια, όλο
και περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι ο σχέση του
χρόνου παραγωγής ενός κειμένου με τον χρόνο ανάγνωσής του
ήταν δυσανάλογη.
Κάποτε, που ήμουν
μέγας χορηγός του «Κεράνης» και συνεπής επενδυτής σε νέες πτέρυγες τού «Παπαστράτος»,
όντας δηλαδή χωρίς φραγμούς καπνιστής, προσπαθούσα να υπολογίσω πόσα
τσιγάρα ρουφούσα σαν πρωινό οξυγόνο για να ρέουν χωρίς
θρομβώσεις οι λέξεις από το κεφάλι ώς το Μπικ ή το πληκτρολόγιο
(και πόσους θρόμβους καθαρής πίσας από αυτό σχημάτισα στον οργανισμό μου) και,
αντίστοιχα, πόσες ρουφηξιές έκανε ο αναγνώστης στο δικό του τσιγάρο
για να διαβάσει το ίδιο κείμενο.
Φυσικά η σύγκριση
ήταν πολλά με λίγα.
Ο αναγνώστης δεν
μπορεί να διανοηθεί με πόσα τσιγάρα, πόσους
καρδιακούς παλμούς, πόσο άγχος, πόσα τηλεφωνήματα,
πόσο τρέξιμο, ποσά σβησίματα και (ξανα)γραψίματα ολοκληρώθηκε
ένα καλό κείμενο και κτίστηκε ένα στοιχειοθετημένο ρεπορτάζ.
Αντίθετα, ο
δημοσιογράφος, πλέον, ξέρει ότι το κείμενό του, το θέμα του, το
ρεπορτάζ του, πρέπει να είναι πολύ δυνατό, πολύ ενδιαφέρον (δυστυχώς ακόμα
και πολύ κίτρινο κάποιες φορές) για να βρει εκείνους που θα το
επιλέξουν και θα έχουν τη διάθεση να φτάσουν την ανάγνωση ώς την
τελευταία τέλεια του.
Έχω
την αίσθηση (ποιος μπορεί να το πει βεβαιότητα;) ότι σήμερα, με
την πληθώρα των Μέσων, οι αναγνώστες αυξήθηκαν αλλά
η ανάγνωση μειώθηκε. Το πλήθος των εφημερίδων (με μικρές ή
ελάχιστες κυκλοφορίες), τα άπειρα σάιτ (με πολύ, λίγο ή καθόλου
κύρος), τα μπλογκ, τα σόσιαλ μίντια κ.λπ., έχουν διαμορφώσει
τεράστια ποτάμια λέξεων, καταρράκτες κειμένων, και κατακλύζουν ένα κοινό
που βουτάει στα νερά τους, αρπάζει ένα κείμενο, το σαρώνει με
μια ματιά, το πετάει, αρπάζει άλλο για να «προλάβει»
την ασύλληπτη ροή. Σήμερα κυριαρχεί η «διαγώνια ανάγνωση», η μια
ματιά και το πάμε παρακάτω –στο άλλο λινκ, στο άλλο σάιτ,
στο άλλο μέσον κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι, λιγοστεύουν οι αναγνώστες
και αυξάνονται οι καταναλωτές κειμένων, που ενίοτε τα αφήνουν
σαν μισοφαγωμένη μπριτζόλα, σαν μισοπιωμένο καφέ.
Για τον δημοσιογράφο η προσεκτική ανάγνωση της δουλειάς του από το κοινό είναι ό,τι για τον ηθοποιό το χειροκρότημα. Και πρέπει να δουλέψει πολύ, μέσα σε αυτήν την υπερπροσφορά, για να το αποσπάσει. Το κυριότερο: χρειάζεται να κοπιάσει περισσότερο από ποτέ άλλοτε για να βρει ανθρώπους που θα φτάσουν την ανάγνωση ώς την τελευταία λέξη. Εν προκειμένω, δεν ξέρω αν αντέξατε (έχω ισχυρές αμφιβολίες!) για να ακολουθήσετε τις αράδες ώς την τέλεια που κλείνει τούτο το κείμενο.
Για τον δημοσιογράφο η προσεκτική ανάγνωση της δουλειάς του από το κοινό είναι ό,τι για τον ηθοποιό το χειροκρότημα. Και πρέπει να δουλέψει πολύ, μέσα σε αυτήν την υπερπροσφορά, για να το αποσπάσει. Το κυριότερο: χρειάζεται να κοπιάσει περισσότερο από ποτέ άλλοτε για να βρει ανθρώπους που θα φτάσουν την ανάγνωση ώς την τελευταία λέξη. Εν προκειμένω, δεν ξέρω αν αντέξατε (έχω ισχυρές αμφιβολίες!) για να ακολουθήσετε τις αράδες ώς την τέλεια που κλείνει τούτο το κείμενο.
Διον. Βραϊμάκης
(Αναδημοσίευση του άρθρου
http://harddog-sport.blogspot.com/2017/12/blog-post_13.html,
καθώς τέτοια κείμενα σπανίζουν)