Τεργέστη,
Μάρτιος 1824. Η αριστοκρατία φοράει τις μάσκες της, ντύνεται...
στα βελούδα και
στα μετάξια και ετοιμάζεται να ξεφαντώσει στο Παλάτσο ντελ Φιόρε την τελευταία
νύχτα της Αποκριάς. Αυτή τη νύχτα ο Στασινός Μπουονοντίο ενώνει τα χέρια του με
εκείνα της Eριέττας Φόσκολι και της αποκαλύπτεται. Ο έρωτάς τους θα επηρεάσει
καταλυτικά την πορεία του εμπορικού και εφοπλιστικού οίκου του, αλλά και τη
μοίρα των ναυσίβιων και μη απογόνων του.
Οι
Εφαπτόμενες Ζωές εξελίσσονται σε χρόνια συναρπαστικά και σκληρά, ποτισμένα με
την αρμύρα της θάλασσας και την αψιά μυρωδιά που απόθεσε πάνω τους το μπαρούτι.
Θρυλικοί
θαλασσοπόροι χαράζουν τη ζωή τους σε ναυτικά ημερολόγια και σε γράμματα
σφραγισμένα με ισπανικό κηρό. Αρχόντισσες αναλαμβάνουν δράση, ακόμα και σε
χαλεπούς καιρούς, και αποτυπώνουν τις σκέψεις τους σε αριστουργηματικά
χειροποίητα επιστολόχαρτα που φέρουν το οικόσημό τους.
Το βιβλίο
παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας, που εκτυλίσσεται στην Τεργέστη, στο
πολιορκημένο Μεσολόγγι, στα μαυροθαλασσίτικα λιμάνια, στην Πόλη, στη Βοστόνη,
στο εκρηκτικό Παρίσι του Μεσοπολέμου, στη λεηλατημένη Σμύρνη του ’22, και
φτάνει μέχρι την Καλαμάτα, την Ιθώμη και την Κηφισιά του σήμερα.
Η ζωή, ο
θάνατος αλλά και ο έρωτας παίζουν μεγαλοφυή παιχνίδια στις γενιές των
Μπουονοντίο, που θα δοκιμαστούν στη λυδία λίθο της Ελληνικής Επανάστασης, των
βαλκανικών συρράξεων και των παγκόσμιων πολέμων, αποδεικνύοντας ότι η φράση που
κοσμούσε το οικόσημό τους ήταν πάντοτε εν ισχύ, καθώς «κλυδωνίζονται, αλλά δε
βυθίζονται».