Περπάτησε
επάνω στην σιδερένια πόρτα του πλοίου, οι ραγές...
που είχε χαραγμένες πόνεσαν τα
πόδια της. Ο χειμώνας ήταν στο πικ του και τα ρούχα που είχε πάρει ήταν μεν
ζεστά αλλά όχι αυτά που τελικά χρειάζονταν για να μην κρυώνει. Τα μποτάκια που
φορούσε στα πόδια της είχαν λεπτή σόλα και ένιωθε να διαπερνά το πέλμα της κάθε
τι που πατούσε και οι ράγες της πόρτας του πλοίου την πόνεσαν αρκετά.. Κατέβηκε
στο λιμάνι περπάτησε ανέμελη. Άξαφνα μια την κυρίευσε μια υπέρμετρη ανησυχία!
Στάθηκε
κάτω από το άγαλμα του ναυτικού που εδώ και χρόνια κοσμεί το λιμάνι της πόλης
του Γυθείου και άρχισε να ψάχνει την τσάντα της με μανία.
Είχε
την εντύπωση ότι ξέχασε εισιτήρια και ταυτότητα στο σάκο της. Έβαλε τα χέρια
της και ανακάτεψε τα κάθε λογής, χιλιάδες αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα σε αυτή. Τα δάχτυλα της
έψαχναν και ξανά έψαχναν αλλά καμιά ελπίδα. Ήταν σίγουρη ότι στην φούρια της τα
είχε ξεχάσει μέχρι που άκουσε μια αντρική φωνή να την φωνάζει…
-Κυρία…
Ο
άντρας φώναζε με όλη του την δύναμη. Τα μηχανήματα όμως που εκτελούσαν έργα στο
λιμάνι κάλυπταν την φωνή του. Εκείνος δεν το έβαλε κάτω όμως. Άνοιξε την
δρασκελιά του και πλησίασε την Στέφη που είχε κυριολεκτικά χωθεί μέσα στην
τσάντα της.
-Κυρία…
Είπε καθώς λαχανιασμένος που ήταν η ανάσα του έβγαινε βαριά. Σας φωνάζω τόσην
ώρα… Μα δεν ακούτε;
Η
Στέφη γύρισε και τον κοίταξε με μια απόγνωση, που φυσικά οφείλονταν στο γεγονός
ότι δεν έβρισκε την ταυτότητα της και το εισιτήριο της.
-Με
συγχαρείτε , ποιος είστε, τι θέλετε….
-Σας
φώναζα…
-Γιατί;
Τι σας έκανα;
-Δεν
μου κάνατε κάτι αλλά να, βρήκα αυτά και νομίζω ότι είναι δικά σας. Συγνώμη αν
σας ενόχλησα…
Η
Στέφη κοίταξε τα χέρια του άγνωστου άνδρα και είδε τα πολυπόθητα …
-Αχ
πώς να σας ευχαριστήσω! Αυτά έψαχνα μόλις τώρα. Αυτά, να, έχω κάνει άνω κάτω
την τσάντα μου. Ξέρετε πάω αλλού και έκανε εδώ στάση το πλοίο και είπα να βγω
μια βόλτα να δω την πόλη… Αχ! Ο ΘΕΟΣ να
σας έχει καλά.
Η
χαρά της ήταν εμφανέστατη. Μιλούσε και ταυτόχρονα γελούσε. Τα μαλλιά της
μπερδεμένα από τον χειμωνιάτικο αέρα έμπαιναν στο στόμα της και εκείνη με
κινήσεις εντελώς μηχανικές δίχως να σταματούν την ροή του λόγου της συνέχιζε…
-Μη
με το λέτε αυτό, κανένα ευχαριστώ.. Άλλωστε, είστε η μόνη που κατέβηκε και
ήμουν σίγουρος ότι είναι δικά σας. Στεφανία…
-Ναι,
Στεφανία Μπίλιου… Μα αυτό θα το είδατε ήδη.
-Μα
καλά, γιατί κατέβηκες από το καράβι; Μου επιτρέπεις τον ενικό έτσι;
-Φυσικά…
Αν και δεν ξέρω το όνομα του σωτήρα μου…
-Πιέρος…
Πιέρος Λαμπράκος… Χάρηκα Στεφανία…
Και
εγώ χάρηκα. Το γιατί κατέβηκα από το πλοίο…. Εδώ στο Γύθειο ερχόμουν όταν ήμουν
μικρή. Δεν έχω σχέση με την πόλη αυτή, από καταγωγή εννοώ.
-Ναι
αυτό, φαίνεται… Πρόσθεσε ο Πιέρος γλυκά
-Από
πού φαίνεται;
-Μα
από την κατάληξη του ονόματος σου φυσικά. Εδώ όλα τα ονόματα τελειώνουν σε -ακος!
-Κατάλαβα…
Είπα λοιπόν να πάω μια βόλτα στον Πύργο γιατί εδώ ερχόμουν με τον πατέρα μου.
Οι αναμνήσεις ξύπνησαν βλέπεις.
-Αν
θες πάμε μαζί. Από όσο ξέρω το καράβι θα φύγει σε τρεις ώρες από τώρα. Άρα
έχουμε καιρό. Θα περπατήσουμε τον μόλο και θα φτάσουμε στο νησάκι…
-Σε
ευχαριστώ για την παρέα αλλά μην σε διακόπτω από κάτι άλλο ενδεχομένως…
-Από
τίποτα, εισιτήριο έβγαλα γιατί πάω και εγώ Κύθηρα και για αυτό ξέρω την ώρα αναχώρησης.
Άρα θα γυρίσουμε μαζί…
Η
Στεφανία που κυριολεκτικά το θεώρησε μεγάλη τύχη να γνωρίσει έναν άνθρωπο από
το μέρος και μάλιστα κατά αυτόν τον τρόπο δέχτηκε δίχως άλλο… Ποιος ξέρει… Ίσως
τελικά περνούσαν όμορφα!
Της συγγραφέως Κατερίνας
Κονίτσα Σωπύλη