Τα
τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για την καλλιέργεια του μανιταριού της τρούφας
θυμίζει ιστορία από κυνήγι θησαυρού...
Ιδιαίτερα
μετά τη διαπίστωση πως αρκετές ελληνικές περιοχές διαθέτουν τα κατάλληλα
χαρακτηριστικά για την ανάπτυξη της τρούφας, παρουσιάστηκαν υψηλές επιδοτήσεις
(έως και 40.000 ευρώ) και πολλοί Έλληνες αγρότες έσπευσαν να καταπιαστούν με την
καλλιέργειά της, αναμένοντας εκπληκτικές αποδόσεις με πολύ μικρό κόστος και
κόπο παραγωγής.
Ωστόσο
μεγάλος αριθμός καλλιεργητών αγνοούν τις κλιματολογικές και εδαφολογικές
προϋποθέσεις, που είναι απαραίτητες για ευδοκιμήσει το πολύτιμο μανιτάρι, με
αποτέλεσμα να καλλιεργούν σε όξινα εδάφη περιμένοντας εις μάτην την παραγωγή.
Σύμφωνα
με τον κύριο Νίκο Αθανασιάδη από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής, που ασχολείται
επαγγελματικά με τη μεταποίηση και την πώληση της τρούφας κυρίως σε επίπεδο
εξαγωγής, οι βασικοί παράγοντες για την ολοκληρωμένη καλλιέργειά της είναι η
οξύτητα του εδάφους, η υγρασία και το υψόμετρο του αγρού. Στην Ελλάδα πολλές
περιοχές παρουσιάζουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της τρούφας με
κυριότερες την Κοζάνη, τα Γρεβενά, τη Λάρισα, το Κιλκίς και τη
Φλώρινα.
Συνήθως
ορεινά σημεία είναι επικρατέστερα για τέτοιες καλλιέργειες, ενώ πολλά είναι τα
είδη που ευδοκιμούν και σε παραθαλάσσια μέρη, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα
της Κύπρου. Ο ίδιος εξηγεί ότι «η τρούφα αποτελεί μύκητα που αναπτύσσεται στις
ρίζες ορισμένων μόνο ειδών δέντρων και θάμνων (βελανιδιάς, αχλαδιάς,
φλαμουριάς, φουντουκιάς και πεύκου) και γι' αυτό είναι απαραίτητη η προσεκτική
ανάλυση του εδάφους». Αναφέρει επίσης πως «η πρώτη αξιοσημείωτη σε ποσότητα
παραγωγή τρούφας στην Ελλάδα αναμένεται μέσα στα επόμενα τρία με τέσσερα
χρόνια».
Τα
είδη τρούφας που η χώρα μας μπορεί να παράγει είναι εκείνα της χειμωνιάτικης
μελανόσπορης (melanosporum), της λευκής (maniatum) και της μαύρης (brunale), η
οποία μοιάζει πολύ στην melanosporum αλλά είναι φθηνότερη κι έτσι συχνά
πουλιέται αντί της ακριβής αδερφής της. Επίσης, σε πολύ μικρές ποσότητες μπορεί
να παραχθεί η λευκή borchii με το χαρακτηριστικό, απαλό άρωμα.
Η
τρούφα καθεαυτή συχνά απαντάται σε τιμές... κοσμήματος, ωστόσο τα προϊόντα της
παρουσιάζουν σταθερό και προσιτό κόστος. Ο κύριος Αθανασιάδης εμπορεύεται
βαζάκια με λάδι μέσα στα οποία διατηρείται η τρούφα και χαρίζει μοναδικό άρωμα
και γεύση. Άλλες μορφές των προϊόντων της που μπορεί να συναντήσει κάποιος στο
εμπόριο είναι βαζάκια με νερό ή αλάτι, τρούφα σε μορφή πάστας, σε κονσέρβες με
άλλα μανιτάρια και μυρωδικά ενώ συχνά προστίθεται για να αρωματίζει ξύδι,
σάλτσες, τυρί, βούτυρο και μέλι.
Διαψεύδοντας
όσους υποστηρίζουν πως η τρούφα αποτελεί μια πολυτέλεια για εκπαιδευμένους μόνο
ουρανίσκους, ο κύριος Αθανασιάδης ξεκαθαρίζει πως η τιμή της διαμορφώνεται
σύμφωνα με το φαγητό για το οποίο χρησιμοποιείται. «Ένα ακριβό φιλέτο ή ένα
πιάτο φουαγκρά δεν είναι τα μοναδικά γεύματα που η τρούφα μπορεί να συνοδεύσει.
Τα προϊόντα της μπορούν να νοστιμέψουν και ένα ριζότο! Ή ένα απλό βραστό
αυγό!».
{Protagon (Δημήτρης Σκαρμούτσος) Ρεπορτάζ Δημήτρης Μπούτος –
thessalianews}