Και
ναι. Αυτός ο τίτλος μου ανήκει. Οι κόποι χρόνων, ανοίγοντας και κλείνοντας τα
πόδια, ανταμείφτηκαν. Με είπε πουτάνα...
Δεν
του κράτησα μούτρα, ούτε αντέδρασα εκείνο το βράδυ, που αφού του ρούφηξα όλη τη
βρωμιά του κορμιού του, μες στη μέθη του με έσπρωξε, μου πέταξε τα λεφτά στο
πρόσωπο και ουρλιάζοντας με είπε πουτάνα.
Κάποια
στιγμή ηρέμισε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα
στις παλάμες του και αφού ανάσανε κανά δυο φορές δυνατά, με κοίταξε στα μάτια.
«Γιατί
να μην είναι όλες σαν εσένα; Γιατί τους αρέσει να το παίζουν κυρίες ενώ είναι
σκρόφες; Γιατί;»
Δεν
του απάντησα. Τον άφησα μόνος του να βγάλει το θυμό από την ψυχή του. «Νομίζουν
ότι κάποιες είναι! Βάφονται, στολίζονται, χαλάνε του κόσμου τα λεφτά αριστερά
δεξιά για να κουκουλώσουν τις ανασφάλειές του και αντί να λειτουργήσουν με την
ψυχή, κάνουν ό, τι τις βολεύει, ό, τι τις κάνει να αισθάνονται κυρίες. Νομίζουν
ότι σε φτιάνουν σεξουαλικά, αγνοώντας ότι αν δεν είναι να σου σηκωθεί... όσο και να σε
πασπατεύουν, δεν γίνεται τίποτα.
Πιστεύουν
ότι είναι ικανές να κυβερνήσουν τον κόσμο, την ίδια ώρα που δεν είναι ικανές να
βράσουν ένα αβγό ή να κόψουν μια αβγόσουπα. Είναι δειλές και τις ενοχλεί όταν
τους λες ότι… πες μου τι πραγματικά είσαι…».
Με
κοίταξε για λίγο και ήρθε κοντά μου.
«Τις
λατρεύω τις γυναίκες. Αυτές που κρατάνε ακόμα το αξίωμα ψηλά και μισώ τις
σκρόφες, τις ίαινες της τσέπης, των τίτλων και της φιγούρας»!
(Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΡΝΗΣ, μέσα από ένα μισοκατεστραμμένο ημερολόγιο, σε επιμέλεια του Παύλου Ανδριά)